Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2018

ΕΡΩΤΑΣ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΣΤΟΥΣ "ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΥΣ"

Το 2003 ο Bernardo Bertolucci γυρίζει την τελευταία καλή ταινία του μέχρι σήμερα: Τους "Ονειροπόλους", μια ιστορία που περισσότερο από ό,τι άλλο, ως νοσταλγική θα τη χαρακτήριζα.
Βρισκόμαστε στο Παρίσι, τον περίφημο Μάη του 68. Ένας νεαρός και αθεράπευτα σινεφίλ αμερικάνος, που σπουδάζει στη Γαλλία και συχνάζει με πάθος στην θρυλική Ταινιοθήκη της, γνωρίζεται με δύο συνομίληκά του αδέλφια, αγόρι και κορίτσι, που επίσης συχνάζουν εκεί και, ταυτόχρονα, είναι έντονα πολιτικοποιημένα. Σύντομα θα γίνουν αχώριστοι. Όταν οι διανοούμενοι γονείς των αδελφών φύγουν για το εξοχικό τους, οι τρεις νέοι θα κλειστούν στο μεγάλο διαμέρισμα και θα βιώσουν ποικίλους ερωτικούς πειραματισμούς, ενώ έξω από τα παράθυρά τους η επανάσταση μαίνεται.
Νομίζω ότι πριν από οτιδήποτε άλλο, ο Bertolucci ρίχνει μια απόλυτα νοσταλγική ματιά σε μια εποχή που έφυγε, φοβάμαι, ανεπιστρεπτί. Η νοσταλγία έχει να κάνει με την ίδια την κινηματογραφοφιλία πρώτα - πρώτα. Οι περί σινεμά συζητήσεις των ηρώων, η απόλυτη αγάπη τους για την τέχνη αυτή, μόνο από φανατικούς σινεφίλ μπορεί να γίνει κατανοητή. Κι έπειτα, βεβαίως, είναι η νοσταλγία για την επανάσταση και την επιθυμία (των νέων τουλάχιστον) για ξεπέρασμα όλων των ορίων και των ταμπού. Ή μάλλον όχι για την επανάσταση και το ξεπέρασμα αυτό, τα οποία, στο κάτω - κάτω, δεν επιτεύχθηκαν ποτέ, αλλά για μια εποχή όπου μεγάλο μερος των ανθρώπων (στη Δύση) πίστεψε, έστω και για λίγο, ότι μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο και έκανε προσπάθειες γι΄αυτό. Ίσως η μνήμη αυτής της για πάντα χαμένης πίστης είναι αυτό που περισσότερο απ' όλα νοσταλγούν όσοι, έστω και για λίγο, τη συμμερίστηκαν. Πολλά από τα όνειρα αυτά αποδείχτηκαν ίσως αφελή. Τι σημασία έχει αυτό τελικά; Όσοι συμμετείχαν στο όνειρο βίωσαν καταστάσεις που η σύγχρονη, πολύ πιο στεγνή και προσγειωμένη, εποχή αδυνατεί να προσφέρει.
Από την άλλη το φιλμ στοχάζεται πάνω στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, μαζικών και προσωπικών καταστάσεων.Φαίνεται επίσης να δείχνει την αναπόφευκτη επικράτηση της προσωπικής ηδονής πάνω στο "καθήκον" (επαναστατικό στην προκειμένη περίπτωση). Οι ήρωές μας θα κλειστούν στο δικό τους κόσμο και δεν θα συμμετάσχουν στην επανάσταση στους δρόμους, την οποία ωστόσο υποστηρίζουν μ' όλη τους τη δύναμη. Η αντίφαση αυτή δίνει άφθονη τροφή για σκέψη. Όχι, μη βγάλετε το συμπέρασμα ότι κλίνει υπέρ της ατομικότητας. Απλώς νομίζω ότι θέτει το μεγάλο θέμα της σχέσης δημόσιου - ιδιωτικού ή, αν θέλετε, καταδεικνύει μια "προσωπική" επανάσταση (ερωτική στην προκειμένη περίπτωση), η οποία προχωρά παράλληλα με την επανάσταση στους δρόμους.
Την θεωρώ σημαντική ταινία, που θέτει πολλαπλά ερωτήματα και συγχρόνως εξετάζει μια ταραγμένη εποχή ονείρων που έφυγε για πάντα. Οι σεμνότυφοι πάντως ας την αποφύγουν Περιλαμβάνει πολλές τολμηρές σκηνές...

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Απριλίου 11, 2011

Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Το 1987 ο Bernardo Bertolucci πραγματοποιεί ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: Τον "Τελευταίο Αυτοκράτορα", τη ζωή δηλαδή του Που Γι, του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας. Φυσικά και πρόκειται για μια μεγάλη, εντυπωσιακή παραγωγή, το καλό όμως είναι νομίζω ότι συνδυάζει με καλή ισορροπία το ιστορικό backround μιας εξαιρετικά ταραγμένης εποχής για την αχανή χώρα με την τραγικότητα της προσωπικής ιστορίας του ανθρώπου αυτού. Και, βέβαια, εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε κλασική περίπτωση απόδειξης της μάλλον κοινότοπης ρήσης ότι "Τα πλούτη (ή η δύναμη ή η εξουσία) δεν φέρνουν ευτυχία".
Η παιδική ηλικία του Που Γι, που στέφεται αυτοκράτορας στα... 3 του χρόνια, είναι η απόλυτη "εικονογράφηση" μιας άλλης γνωστής έκφρασης, της έκφρασης "φυλακισμένος σε χρυσό κλουβί". Ως παιδί και ως νέος δεν είχε βγει ποτέ από την Απαγορευμένη Πόλη, το τεράστιο και περιτοιχισμένο συγκρότημα των ανακτόρων δηλαδή. Όταν βγήκε, αφού είχε παντρευτεί δύο γυναίκες, ήταν στην ουσία εξόριστος και με περιορισμένη ισχύ. Περιορισμένη; Ανύπαρκτη μάλλον, αφού σ' όλη του τη ζωή υπήρξε πιόνι στα χέρια διαφόρων που εκπροσωπούσαν πολύπλοκα και συχνά αντικρουόμενα συμφερόντα. Ο ίδιος υπήρξε "καλών προθέσεων" αρχικά τουλάχιστον, ένας αυτοκράτορας που θα ήθελε να είναι μεταρυθμιστής, αλλά... Μετά δε από σειρά άλλων γεγονότων καταλήγει για αρκετά χρόνια φυλακισμένος σε στρατόπεδο εργασίας από το νέο κομουνιστικό καθεστώς και, μετά την απελευθέρωσή του, πεθαίνει σαν απλός, φτωχός κηπουρός.
Όλα αυτά ακούγονται συγκινητικά, ένα είδος ύμνου για έναν άνθρωπο που ουσιαστικά πέρασε το μεγαλύτερος μέρος της ζωής του φυλακισμένος, έστω και με διαφορετικούς τρόπους, έστω και σε "χρυσό κλουβί" όπως είπαμε και σχεδόν ποτέ δεν είχε δική του βούληση. Ωστόσο ο Bertolucci δεν έχει κανένα δισταγμό να επισημάνει και την προσωπική του ευθύνη σε διάφορες φάσεις, κυρίως στην υπόθεση της Μαντζουρίας, όπου αφέθηκε με τη θέλησή του να γίνει υποχείριο των επιθετικών, εθνικιστών γιαπωνέζων, των εχθρών δηλαδή της χώρας του, από φιλοδοξία να ξαναγίνει αυτοκράτορας. Το γεγονός αυτό, που δείχνεται ξεκάθαρα, ισορροπεί τα πράγματα, αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο να γίνει η ταινία μια αγιογραφία (αν και σε κάποια σημεία υποκύπτει σε μάλλον εύκολους συναισθηματισμούς, όπως στη σκηνή με το γρύλο). Ταυτόχρονα το φιλμ κάνει ένα σχόλιο για την εξουσία ή, τέλος πάντων, για μια πολύ ιδιόρυθμη εκδοχή της, αφού η όλη τραγικότητα έγκειται στο ότι ο άνθρωπος αυτός έτυχε να ζήσει σε "τέλος εποχής".
Πέραν όλων αυτών βέβαια, η ταινία είναι θεαματική, χορταστική θα έλεγα, μια μεγάλη τοιχογραφία που καταφέρνει να μας δείξει τις δύο εποχές της Κίνας, την πριν και μετά τον κομουνισμό, επικεντρώνοντας βεβαίως σε μια προσωπική, εντελώς ξεχωριστή περίπτωση. Μετά το τέλος το συναίσθημα που μένει στο θεατή είναι αυτό της τραγικότητας, της τραγικής μοίρας μάλλον ενός ανθρώπου που ήταν πάντοτε υποχείριο άλλων - αν και υπεύθυνος για τα λάθη του, όπως είπαμε. Αν συνυπολογίσουμε και τη θαυμάσια μουσική του Σακαμότο και του Μπερν μεταξύ άλλων, έχουμε νομίζω να κάνουμε με ένα από τα πιο ιδιαίτερα σύγχρονα έπη του κινηματογράφου.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009

ΕΡΩΤΑΣ, ΤΣΑΪ, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΡΗΜΟΣ


Το "Τσάι στη Σαχάρα" (The sheltering Sky) που γύρισε ο Bernardo Bertolucci το 1990 είναι από τις ταινίες που αγαπώ. Όχι λογικά, αλλά καθαρά συναισθηματικά. Θέλω να πω, ίσως να υπάρχουν κάποια προβλήματα κατανόησης της σχέσης και των πράξεων του πρωταγωνιστικού ζεύγους, ίσως πάλι να υπάρχουν κάποιες ελλείψεις στην αφήγηση, αλλά για μένα η γοητεία της ταινίας βρίσκεται αλλού.
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Paul Bowles, που από το 1959 επέλεξε να ζήσει στο Μαρόκο, εν μέρει αυτοβιογραφικό, αφού εμπνέεται από τη σχέση του με τη γυναίκα του και επίσης πολύ καλη συγγραφέα Jane Bowles, περιγράφει την ασυνήθιστη σχέση ενός εύπορου καλλιτεχνικού ζευγαριού (συνθέτης αυτός, συγγραφέας εκείνη) που περιπλανιέται άσκοπα στη Σαχάρα και σε άλλα μέρη της βόρειας Αφρικής. Η σχέση τους, πάντοτε αντισυμβατική, μοιάζει να φθίνει μετά από 10 χρόνια γάμου και ο πλούσιος αμερικάνος φίλος που ταξιδεύει μαζί τους θα ανατρέψει κάποιες ισορροπίες. Όσο όμως βυθίζονται στην Αφρική και στην έρημο, τόσο ένα είδος χαύνωσης, παρακμής τους καταλαμβάνει. Τους πολύ καλούς Μάλκοβιτς και Γουίνγκερ τυλίγει η μουσική του Ρουίτσι Σακαμότο, ανάμεικτη με ιθαγενείς μουσικές, φτιάχνοντας ένα μεθυστικό χαρμάνι.
Για μένα - πέρα από τη σχέση του ζεύγους και την οδύσσεια της γυναίκας που ακολουθεί - η ταινία με συναρπάζει από αυτό που περιέγραψα παραπάνω: Το πώς βαθμιαία ο τόπος, συγκλονιστικός ούτως ή άλλως, επιβάλλεται πάνω στους "παρείσακτους" δυτικούς, πώς τους καταπίνει σιγά-σιγά οδηγώντας τους - εκείνον κυρίως - σε μια σταδιακή παραίτηση από τα πάντα, σε ένα ταξίδι δίχως σκοπό και τέλος. Όλο και βαθύτερα, όλο και πιο κοντά στην έρημο και στην υπνωτική γοητεία που εξασκεί.
Ο Bertolucci δημιουργεί μια σειρά από τις ομορφότερες εικόνες που έχουν ποτέ αποτυπωθεί σε φιλμ. Πολλοί μάλιστα τον κατηγόρησαν σαν "δημιουργό καρτ ποστάλ". Δεν ξέρω, αλλά εμένα οι εικόνες αυτές - καρτ ποστάλ ή μη - με συνεπήραν όσο ελάχιστες άλλες. Εικόνες παράξενες, όσο παράξενες είναι οι κουλτούρες των ντόπιων, η γλώσσα τους, τα τραγούδια και οι μουσικές τους, οι συχνά ακατανόητες πράξεις τους. Αυτή η ατμόσφαιρα μυστηρίου, πανέμορφη και συγχρόνως απειλητική και ξένη, γοητευτική και θανατηφόρα, μαγνητική και χαυνωτική, είναι για μένα όλη η ουσία του φιλμ.
Τελειώνοντας θα πω ξανά ότι σπάνια έχω δει τον τόπο, το τοπίο, να επιβάλλεται τόσο πάνω στους ανθρώπους, να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής. Γι' αυτό σας συμβουλεύω να μην ψάξετε τόσο τα όσα - συχνά σπαρακτικά - συμβαίνουν ή, τέλος πάντων, ψάξτε τα αργότερα. Και μην απογοητευτείτε από ένα σχετικά ελλειπτικό σενάριο όπου δεν φαίνεται να συμβαίνουν πολλά (ίσως συνειδητά ακολουθεί τους νωχελικούς ρυθμούς του μέρους). Απλώς αφεθείτε στη γοητεία των εικόνων και των ήχων και απολάυστε τα.

Ετικέτες , ,

Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2008

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΟΨΗ ΕΝΟΣ ΚΟΝΦΟΡΜΙΣΤΗ


Κομφορμισμός (έννοια που σχετίζεαται, αλλά δεν ταυτίζεται με το συντηρηρτισμό) είναι η τάση να μη διαφέρεις, να είσαι ίδιος με τους άλλους ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, με την πλειοψηφία των άλλων γύρω σου. Να προσπαθείς να μην είσαι δακτυλοδεικτούμενος, διαφορετικός σε οποιοδήποτε επίπεδο.
Το 1970 ο Bernardo Bertolucci γυρίζει τον "Κομφορμίστα", τη σημαντικότερη μελέτη της τόσο κοινής αυτής τάσης, μια από τις καλύτερες ταινίες του και μια από τις σημαντικότερες ταινίες του μεταπολεμικού σινεμά. Ο "Κομφορμίστας", που διαδραματίζεται στον μεσοπόλεμο, αφηγείται την ιστορία ενός ιταλού που γίνεται φασίστας, όταν φυσικά ο φασισμός βρίσκεται στην εξουσία, παντρεύεται μια σέξι αλλά πνευματικά αδιάφορη μικροαστή και γενικά κάνει ό,τι μπορεί για να μοιάσει με τους γύρω του, με τον συνηθισμένο, μέσο άνθρωπο. Όταν αναλαμβάνει την αποστολή να σκοτώσει έναν εξόριστο αριστερό καθηγητή που ζει στο Παρίσι, τα πράγματα αρχίζουν να καταρρέουν, καθώς ανεξέλεγκτοι παράγοντες μπαίνουν στο παιχνίδι...
Ο Μπερτολούτσι εξετάζει τον ήρωά του τόσο από καθαρά πολιτική, όσο και από ψυχαναλυτική σκοπιά. Τα φλάς μπακ σε περιστατικά της παιδικής του ηλικίας που τον σημάδεψαν αναμειγνύονται αριστοτεχνικά με το παρόν που βλέπουμε στο φιλμ, η αφήγηση ακολουθεί αυτό το συνεχές μπρος - πίσω, η σκηνοθεσία παραμένει μοντέρνα μέχρι σήμερα, η εποχή περιγράφεται σφαιρικά. Οι συγκρούσεις του παλιού με το καινούριο, του συντηρητικού με το προοδευτικό, των ανοιχτών οριζόντων με ταστερεότυπα, βρίσκονται όλα εδώ, σε μια Ευρώπη που περνά μια από τις κρισιμότερες ιστορικά φάσεις της. Αυτό που τελικά αποδεικνύεται περίτρανα στην εξαιρετική αυτή μελέτη είναι ότι ο κομφορμισμός έχει κι αυτός το τίμημά του: Αυτό που βιώνει ο ήρωας είναι ότι κάθε άλλο παρά ανώδυνο είναι το να μην αφήνεσαι στη φύση σου, αλλά να πασχίζεις να μη ξεχωρίσεις, να είσαι σαν τους άλλους. Το πληρώνεις σκληρά και, τελικά, ίσως όλα να βασίζονται σε ένα ψέμμα, μια απάτη, όπως δείχνει η απρόσμενη αποκάλυψη του τέλους.
Πρέπει να πω ότι παρά τη μοντερνικότητά του και την σχετικά περίπλοκη φόρμα του, η ταινία με κράτησε από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, όχι μόνο με την πλοκή, αλλά και με τις υπέροχες εικόνες της. Πρόκειται για ιδανικό παράδειγμα αυτού που ορίζεται ως "κλασικό", όχι με κανένα βαρύγδουπο ορισμό, αλλά, πολύ απλά, επειδή διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον και τη φρεσκάδα του μέχρι σήμερα.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker