Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑΣ
Εν έτει 2010 ο απρόβλεπτος Darren Aronofsky επανέρχεται στο κλίμα με το οποίο τον πρωτογνωρίσαμε: Σκοτεινός, συχνά σοκαριστικός, στα όρια μερικές φορές της ταινίας τρόμου, ο "Μαύρος Κύκνος" του είναι, αν μη τι άλλο, μια πολύ εντυπωσιακή ταινία. Που υποστηρίζεται, βέβαια, από την εξαιρετική ερμηνεία της Νάταλι Πόρτμαν.
Μπορούμε να σκεφτούμε πολλά για την (περίπου) μεταφορά της ουσίας της ιστορίας της "Λίμνης των Κύκνων" του Τσαϊκόφσκι στη σύγχρονη εποχή. Η χορεύτρια ηρωίδα του φιλμ είναι διχασμένη ανάμεσα σε διάφορα "δίπολα": Η επίτευξη της τελειότητας στην τέχνη της κόντρα στην προσωπική ζωή και την ευτυχία. Ο "καθώς πρέπει" (λευκός, αν θέλετε) εαυτός κόντρα στο "κακό κορίτσι", την απελευθέρωση δηλαδή των ενστίκτων (τον "μαύρο" εαυτό), που στην ταινία συμβολίζεται από την Λίλι, την εντελώς αντίθετη σαν χαρακτήρας χορεύτρια. Η ασφάλεια της παιδικής ηλικίας - που συνεπάγεται και την συνύπαρξη με την καταπιεστική, σχεδόν ψυχωτική, μητέρα κόντρα στην ανάγκη για απελευθέρωση, επανάσταση, ανάληψη ευθυνών ή, αν προτιμάτε, ενηλικίωση. Κι ίσως κι άλλα που μπορεί κανείς να σκεφτεί.
Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν μια ισορροπία ανάμεσα σ' όλα αυτά. Αν όμως δεν καταφέρει κανείς κάτι τέτοιο, ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η παράνοια. Είναι από την αρχή ξεκάθαρο ότι προς τα εκεί οδηγείται η ηρωίδα. Τα όνειρα, οι παραισθήσεις, το απόλυτο σφίξιμο, όλα οδηγούν προς τα εκεί με μαθηματική ακρίβεια. Και βέβαια, για να υπάρξει και ο απαραίτητος Φρόιντ, όλα - ή σχεδόν όλα - προέρχονται από την καταπιεσμένη της σεξουαλικότητα, την παντελή έλλειψη σεξ με οποιαδήποτε μορφή, για να κυριολεκτούμε. Έτσι, ο φόβος για το σεξ, η μητρική καταπίεση, η τελειομανία για την οποία θυσιάζεται η προσωπική ζωή, ο σκληρός ανταγωνισμός, οδηγούν την ήδη διαταραγμένη ηρωίδα όλο και βαθύτερα στην τρέλα. Οι φαντασιώσεις πολλαπλασιάζονται, ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για το τι απ' όσα συμβαίνουν στην οθόνη είναι αληθινό ή βρίσκεται μόνο στο άρρωστο μυαλό της.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια μελέτη της τρέλας, δηλαδή για μια πιο μπαρόκ βερσιόν της εκπληκτικής "Αποστροφής" του Πολάνσκι, μεταφερμένης στο χώρο του κλασικού μπαλέτου. Προειδοποιώ ότι η ταινία, εκτός από την σκοτεινή και "άρρωστη" εν γένει ατμόσφαιρά της, αγγίζει σε ορισμένα σημεία τα όρια του απωθητικού, θυμίζοντας έτσι το κλίμα του "Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο". Από την άλλη, μερικές σκηνές χορού είναι πολύ δυνατές και το όλο πράγμα καταφέρνει να αφήσει μια έντονη γεύση στο θεατή. Σίγουρα από τις πολύ δυνατές ταινίες της χρονιάς και, ίσως, η εντυπωσιακότερη με θέμα τον κλασικό χορό (εντυπωσιακότερη είπα, όχι υποχρεωτικά καλύτερη, αλλά, νομίζω, μια από τις πολύ καλές).
Μπορούμε να σκεφτούμε πολλά για την (περίπου) μεταφορά της ουσίας της ιστορίας της "Λίμνης των Κύκνων" του Τσαϊκόφσκι στη σύγχρονη εποχή. Η χορεύτρια ηρωίδα του φιλμ είναι διχασμένη ανάμεσα σε διάφορα "δίπολα": Η επίτευξη της τελειότητας στην τέχνη της κόντρα στην προσωπική ζωή και την ευτυχία. Ο "καθώς πρέπει" (λευκός, αν θέλετε) εαυτός κόντρα στο "κακό κορίτσι", την απελευθέρωση δηλαδή των ενστίκτων (τον "μαύρο" εαυτό), που στην ταινία συμβολίζεται από την Λίλι, την εντελώς αντίθετη σαν χαρακτήρας χορεύτρια. Η ασφάλεια της παιδικής ηλικίας - που συνεπάγεται και την συνύπαρξη με την καταπιεστική, σχεδόν ψυχωτική, μητέρα κόντρα στην ανάγκη για απελευθέρωση, επανάσταση, ανάληψη ευθυνών ή, αν προτιμάτε, ενηλικίωση. Κι ίσως κι άλλα που μπορεί κανείς να σκεφτεί.
Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν μια ισορροπία ανάμεσα σ' όλα αυτά. Αν όμως δεν καταφέρει κανείς κάτι τέτοιο, ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η παράνοια. Είναι από την αρχή ξεκάθαρο ότι προς τα εκεί οδηγείται η ηρωίδα. Τα όνειρα, οι παραισθήσεις, το απόλυτο σφίξιμο, όλα οδηγούν προς τα εκεί με μαθηματική ακρίβεια. Και βέβαια, για να υπάρξει και ο απαραίτητος Φρόιντ, όλα - ή σχεδόν όλα - προέρχονται από την καταπιεσμένη της σεξουαλικότητα, την παντελή έλλειψη σεξ με οποιαδήποτε μορφή, για να κυριολεκτούμε. Έτσι, ο φόβος για το σεξ, η μητρική καταπίεση, η τελειομανία για την οποία θυσιάζεται η προσωπική ζωή, ο σκληρός ανταγωνισμός, οδηγούν την ήδη διαταραγμένη ηρωίδα όλο και βαθύτερα στην τρέλα. Οι φαντασιώσεις πολλαπλασιάζονται, ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για το τι απ' όσα συμβαίνουν στην οθόνη είναι αληθινό ή βρίσκεται μόνο στο άρρωστο μυαλό της.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια μελέτη της τρέλας, δηλαδή για μια πιο μπαρόκ βερσιόν της εκπληκτικής "Αποστροφής" του Πολάνσκι, μεταφερμένης στο χώρο του κλασικού μπαλέτου. Προειδοποιώ ότι η ταινία, εκτός από την σκοτεινή και "άρρωστη" εν γένει ατμόσφαιρά της, αγγίζει σε ορισμένα σημεία τα όρια του απωθητικού, θυμίζοντας έτσι το κλίμα του "Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο". Από την άλλη, μερικές σκηνές χορού είναι πολύ δυνατές και το όλο πράγμα καταφέρνει να αφήσει μια έντονη γεύση στο θεατή. Σίγουρα από τις πολύ δυνατές ταινίες της χρονιάς και, ίσως, η εντυπωσιακότερη με θέμα τον κλασικό χορό (εντυπωσιακότερη είπα, όχι υποχρεωτικά καλύτερη, αλλά, νομίζω, μια από τις πολύ καλές).
Ετικέτες "Black Swan" (2010), Aronofsky Darren