Ο "
Κανόνας του Παιχνιδιού", το κλασικό φιλμ του
Jean Renoir (1894-1979) που γυρίστηκε το 1939, είναι σίγουρο ότι θα κουράσει αρκετούς σύγχρονους θεατές. Έχω πολλές φορές γράψει για το ενίοτε βιντεοκλιπάδικο, σχεδόν πάντοτε όμως ταχύτατο σύγχρονο Χόλιγουντ που κυριαρχεί σήμερα στην υφήλιο. Δεν έχω τίποτα εναντίον των γρήγορων ρυθμών μιας ταινίας, κάθε άλλο. Αυτό όμως που με ενοχλεί είναι ο εθισμός των περισσότερων θεατών στον χωρίς ανάσα ρυθμό, η αδυναμία τους να δουν κάτι αργό ή, τέλος πάντων, όχι τόσο γρήγορο. Όταν λέω "αργό" δεν εννοώ υποχρεωτικά τους ρυθμούς του Αγγελόπουλου, που έχει κάνει μανιέρα ένα ακραίο στιλ. Μιλώ απλά για φιλμ που δεν είναι τόσο γρήγορα όσο η πλειοψηφία των σύγχρονων blockbuster.
Αφορμή για όλα αυτά είναι η κατηγορία (ανάμεσα σε άλλες) που διάβασα για το ότι ο "Κανόνας" είναι μια αργή ταινία. Και ότι σ' αυτήν "δεν συμβαίνει τίποτα". Προσωπικά τάσομαι μ' αυτούς που τη θεωρούν αριστούργημα, θέση που επιβεβαιώθηκε μέσα μου τώρα που την ξαναείδα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ' την αρχή.
Μια παρέα πλούσιων μεγαλοαστών μαζεύεται στον πύργο ενός απ' αυτούς ένα σαβατοκύριακο για κυνήγι. Μαζί τους το υπηρετικό προσωπικό, απλά πιόνια που εκτελούν τις διαταγές και τα καπρίτσια των κυρίων τους. Ο χρόνος θα κυλήσει ανάμεσα σε όλο και πιο πολύπλοκες ερωτικές ίντριγκες έως την (κατά λάθος) τραγική κατάληξη. Γυρισμένο σαν ανάλαφρη αισθηματική κομεντί, η ταινία σατιρίζει ανελέητα την μεγαλοαστική τάξη. Μη φανταστείτε όμως "επικές" καταγγελίες, σκληρές καταστάσεις ή καθαρή αριστερή προπαγάνδα. Τίποτα τέτοιο. Όλα εδώ συμβαίνουν και δείχνονται ανεπαίσθητα, σα να σε σφάζουν με το μπαμπάκι. Οι ταξικές σχέσεις και διακρίσεις φιλτράρονται μέσα απ' αυτή την κομψή οπτική. Αλλά αυτό που πάνω από οτιδήποτε άλλο δείχνεται και καταγράφεται στο φιλμ είναι η απόλυτη κενότητα και επιπολαιότητα των πλούσιων ηρώων της (και, παρέα μ' αυτά, το βαθύ ανικανοποίητο ή, αν θέλετε, η εσωτερική τους μοναξιά). Η επιπολαιότητα είναι νομίζω η λέξη - κλειδί για το φιλμ. Όλοι μιλούν για βαθιούς έρωτες, για ρομαντικές καταστάσεις, για αβάσταχτους πόθους, για θανάσιμες έχθρες και μονομαχίες, όλοι είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τινάξουν τα πάντα στον αέρα και ξαφνικά... πουφ!... τα πάντα ξεθυμαίνουν, οι δεύτερες σκέψεις παίρνουν το πάνω χέρι, ο συντηρητισμός θριαμβεύει κι όλα συνεχίζουν δίχως καμιά ανατροπή, σα να μην έχει συμβεί τίποτα απολύτως. Τα ψεύτικα, επίπλαστα αισθήματα (που συχνά ούτε οι ίδιοι οι κάτοχοί τους γνωρίζουν ότι είναι ψεύτικα και επίπλαστα) κυριαρχούν από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή και ακόμα και ένας τραγικός θάνατος περνά σχεδόν στο ντούκου, καλύπτεται με ψέματα και όλα συνεχίζουν να "βαίνουν καλώς". Στο μεταξύ όμως η κενότητα και η ψευτιά έχουν αποκαλυφτεί σε όλο τους το μεγαλείο. Όπως, κατά βάθος, ψεύτικη είναι και η ελευθεριότητα των ηθών που μοιάζει να κυριαρχεί σε πρώτο επίπεδο.
Δεν χρειάζονται λοιπόν υπερβολικά βίαιες σκηνές και τόννοι αίματος για να δείξεις το κενό και την ψευτιά. Αν και η βία, παράλογη, κτηνώδης, άνευ λόγου και σκέψης, όπως όλα τα άλλα, δείχνεται με συγκλονιστικό τρόπο στην κλασική σκηνή του κυνηγιού, όπου ψυχροί, αδιάφοροι, με κάποια βαρεμάρα μάλιστα, οι ήρωές μας σφαγιάζουν έτσι για σπορ δεκάδες, εκατοντάδες ίσως, ανυπεράσπιστους λαγούς και φασιανούς, που απλώς τρέχουν έντρομοι. Πλακίτσες, ερωτικά γαϊτανάκια, παιχνίδια, να όμως και τι άλλο μπορούν να κάνουν στην πραγματικότητα οι φίλοι μας, είναι σα να λέει ο Ρενουάρ. Νομίζω ότι αυτή η βία αρκεί για να ειπωθούν πολλά.
Όσο για τη σκηνοθεσία, η ταινία είναι το αποκορύφωμα αυτού που στο σινεμά ονομάζεται "βάθος πεδίου". Επειδή τα πάντα σχεδόν συμβαίνουν στους ασφυκτικούς τοίχους του πύργου, που βέβαια λειτουργεί σα μικρόκοσμος, ο Ρενουάρ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους μακρείς διαδρόμους και τα αχανή σαλόνια για να δείξει ταυτόχρονα πολλά επίπεδα δράσης στις συνήθως πολυπρόσωπες σκηνές του. Αν παρατηρήσετε προσεχτικά θα δείτε ότι, εκτός από όσα συμβαίνουν στο πρώτο επίπεδο της εικόνας, υπάρχουν γεγονότα που γίνονται σε δεύτερο ή και σε τρίτο επίπεδο. Άνθρωποι που περνάν, χαιρετιούνται, συνομιλούν και ό,τι άλλο.
Πολλοί το χαρακτήρισαν ως την καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία όλων των εποχών. Θα αποφύγω τέτοιους χαρακτηρισμούς γιατί - το έχω ξαναπεί - δεν νομίζω ότι υπάρχει μια "καλύτερη ταινία" ή "καλύτερο βίβλίο" ή "καλύτερος πίνακας" ή ό,τι άλλο τέτοιο. Θα θεωρήσω όμως - μαζί με άλλους - ότι πρόκειται για αριστούργημα, κυρίως επειδή λέει ό,τι λέει με τόσο ανεπαίσθητο και ανάλαφρο τρόπο. Αν και πιστεύω, το είπα στην αρχή, ότι λίγοι θεατές θα το εκτιμήσουν στις μέρες μας.
Ετικέτες "Kanonas tou Paixnidiou (o)" (1939), Renoir Jean