Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

CIMARRON: ΤΟ ΕΠΟΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ

Το «Cimarron”, που γύρισε το 1960 ο Anthony Mann (1906-1967) θεωρείται γουέστερν, αλλά νομίζω ότι δεν είναι ακριβώς. Ξεκινά βέβαια σαν τέτοιο, αλλά σύντομα ξεφεύγει. Ας δούμε όμως λίγο την ιστορία:
Η ταινία αρχίζει από το περίφημο «άνοιγμα» προς την Οκλαχόμα. Η αχανής αυτή πολιτεία κάποια στιγμή παραχωρήθηκε δωρεάν στους άποικους για να πάρουν όποιο κομμάτι γης προλάβαιναν. Χιλιάδες άνθρωποι δηλαδή, μόνοι ή με τις οικογένειές τους, με άλογα ή με άμαξες, παρατάχτηκαν σε μια απέραντη γραμμή και όταν δόθηκε το σύνθημα από το ιππικό το πρωί μιας προκαθορισμένης μέρας, όρμησαν όλοι στις απέραντες πεδιάδες και «κατέκτησαν» όποιο κομμάτι γης πρόλαβε ή μπόρεσε ο καθένας! Φυσικά τα βίαια επεισόδια, ακόμα και οι φόνοι, δεν έλειψαν απ’ αυτό το «ό,τι προλάβετε». Έτσι λοιπόν ξεκινά το φιλμ, σαν ένα έπος. Στη συνέχεια όμως εξελίσσεται σε μια οικογενειακή σάγκα και ταυτόχρονα σε μια τοιχογραφία της πρώιμης ιστορίας της Αμερικής και στο πορτρέτο ενός τολμηρού, τίμιου και πάνω απ’ όλα ανήσυχου ανθρώπου. Ο αδέκαστος ήρωας θα αναλάβει την εφημερίδα της πόλης, θα πολεμήσει εθελοντικά σε πολέμους, παραμελώντας φυσικά την οικογένειά του, θα προταθεί σαν γερουσιαστής, θα συγκρουστεί επανειλημμένα με κάθε λογής κατεστημένο και τελικά, σε μεγάλη πια ηλικία… αλλά ας μη σας πω το τέλος.

Νομίζω ότι συνολικά το φιλμ πάσχει από ένα είδος ανομοιογένειας. Είναι σα να προσπαθεί να τα χωρέσει όλα σε δύο ώρες. Και το γουέστερν και την αμερικάνικη ιστορία και την βιογραφία του ήρωα που ποτέ δεν μπορεί να μείνει ήσυχος. Τελικά βρίσκω το αποτέλεσμα όχι απόλυτα πετυχημένο. Η αφήγηση γίνεται σε κάποια σημεία πλαδαρή, ενώ κάποιες υποπλοκές μένουν μετέωρες. Ίσως κατά ένα μέρος να φταίει και η αντικατάσταση προς το τέλος του Mann από τον Charles Walters, οπότε προστέθηκαν σκηνές, ίσως η ίδια η υπερφιλόδοξη προσπάθεια που προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα σε μια ταινία. Συνολικά πάντως δεν το θεωρώ από τα αγαπημένα μου γουέστερν. Πάντως και εδώ, όπως και σε άλλα φιλμ του είδους, γίνονται αρκετές νύξεις για την «αρπακτική» απαρχή του αμερικάνικου κράτους και του μετέπειτα «αμερικάνικου ονείρου»: Όποιος προλάβει ας αρπάξει ό,τι προλάβει. Όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες αρχικά κι από εκεί και πέρα… όποιον πάρει ο χάρος. Όποιος έχασε έχασε, τι να κάνουμε…

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010

EL CID: ΜΙΑ ΕΠΙΚΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ο Anthony Mann (1906–1967) υπήρξε ένας από τους κλασικούς (και τυπικούς) χολιγουντιανούς σκηνοθέτες. Υπέγραψε μερικά από τα γνωστότερα έπη της εποχής, με το "El Cid" του 1961 να ξεχωρίζει ανάμεσά τους.
Πρόκειται για αληθινή υπερπαραγωγή για την εποχή. Μάχες, μονομαχίες, κάστρα, πόλεις ολόκληρες, στρατοί... ό,τι τραβά η ψυχή σας. Και πάνω απ' όλα ηρωισμοί. Τόσοι ηρωισμοί, που νοιώθεις να λιγώνεσαι. Τσάρλτον Ίστον και Σοφία Λόρεν στους βασικούς ρόλους και, μη ξεχνάμε, χιλιάδες κομπάρσοι, καθώς τότε δεν υπήρχαν ακόμα ψηφιακοί στρατοί.
Ο Ελ Σιντ δρα το μεσαίωνα σε μια Ισπανία διαιρεμένη σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, που μάχονται μεταξύ τους - αλλά μεταξύ τους μάχονται και οι διάφοροι χριστιανοί ευγενείς. Ο ομώνυμος ήρωας είναι αυτός που με τον αλτρουισμό, τη σοφία και πάνω απ' όλα την αυτοθυσία του, θα καταφέρει να ενώσει όχι μόνο τους χριστιανούς, αλλά Ισπανούς χριστιανούς και μουσουλμάνους μαζί, για να αντισταθούν στον πανίσχυρο εξ Αφρικής εισβολέα που απειλεί και τις δύο κοινότητες. Το όποιο ιδεολογικό ενδιαφέρον του φιλμ περιορίζεται σ' αυτό: Στην πρόταση συμφιλίωσης διαφορετικών φυλών και θρησκειών, που δυστυχώς παραμένει επικαιρότατη.
Φυσικά το θέαμα είναι χορταστικό. Αν μάλιστα είστε φίλοι των επικών πολεμικών ταινιών εποχής, θα την καταβρείτε, αφού πρόκειται για κλασικό δείγμα του είδους. Αυτό όμως που "κλωτσάει" με τα σημερινά δεδομένα είναι η αφέλεια και απλούστευση των πάντων. Υπάρχουν σαφέστατοι "καλοί" και "κακοί", υπάρχουν τόνοι ρομαντισμού και στόμφου, ιδιαίτερα στο ρόλο της Λόρεν και, κυρίως, ο βασικός ήρωας σχεδόν δεν είναι άνθρωπος, αλλά κάτι σαν άγιος. Καλύτερος απ' όλους στη μάχη, σοφότερος απ' όλους σε σχέδια και στρατηγικές, ηθικότερος απ' όλους, έτοιμος να απαρνηθεί τα πάντα, όλη του την προσωπική ζωή, για το καλό της χώρας, δίχως καμιά βλέψη προς την εξουσία (για την οποία, σημειωτέον, σφάζονται παληκάρια)... Καταλαβαίνετε δηλαδή, έναν κανονικός υπεράνθρωπος ή, αν προτιμάτε, άγιος, που τα έχει όλα και συμφέρει, απ' αυτούς που μάλλον δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Για να το πω με σύγχρονους όρους, μονοδιάστατος. Όπως και όλοι σχεδόν που τον περιστοιχίζουν, καλοί ή κακοί.
Έτυχε πρόσφατα να δώ τον "Σπάρτακο" του Κιούμπρικ. Έπος εποχής κι αυτό, εξ ίσου υπερπαραγωγή, εξ ίσου ηρωικό σε μερικά σημεία, εξ ίσου χορταστικό (και εξ ίσου τρίωρο). Ε, λοιπόν, δεν μπορείτε να φανταστείτε τη διαφορά βάθους. Ο Κιούμπρικ κάνει μια βαθιά τομή στη ρωμαϊκή κοινωνία, μας δίνει ανάγλυφη την κοινωνική κατάσταση της εποχής, τα συμφέροντα που συγκρούονται πίσω από τις μάχες, την ταξική διαστρωμάτωση, αλλά και το προσωπικό δράμα του ήρωα. Εδώ έχουμε μόνο μια μονοδιάστατη αγιογραφία, που σφύζει, όπως είπα, από ηρωισμό και αλτρουισμό, και κάποιο focus όχι ακριβώς στα προσωπικά διλήμματα του Σιντ (εδώ δεν υπάρχουν διλήμματα, αυτό μας έλειπε, εδώ κάνουμε μόνο το Καλό, τελεία), αλλά στην προσωπική του τραγωδία. Προφανώς ο Κιούμπρικ υπάρξε ένας μεγάλος δημιουργός, ενώ ο Mann απλώς ένας άψογος τεχνίτης.
Αυτά όσον αφορά το "βάθος". Όσον αφορά την επιφάνεια όμως, και χορταστικότατη είναι και άψογα λουστραρισμένη. Μιλάμε για έπος με τα όλα του. Που βλέπεται το ίδιο ευχάριστα ακόμα και σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς έναν κάποιο στόμφο από τον οποίο, κατά τη γνώμη μου, πάσχει. Και από τον οποίο ακόμα και τα πιο βαρύγδουπα σύγχρονα χολιγουντιανά μπλογκμπάστερ φαίνεται να έχουν απαλλαγεί. Αλλά είπαμε. Το 1961 βρισκόμαστε ακόμα σε εποχές αθωότητας και οι Καλοί ήταν πιο καλοί απ' όσο μπορείτε να φανταστείτε. Τουλάχιστον στο σινεμά.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker