Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2017

ΜΑΝΤΕΨΤΕ ΤΙ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ "ONE FINE DAY" ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ...

Εκείνος είναι ένας πολυάσχολος, γοητευτικός, χωρισμένος και επιπόλαιος δημοσιογράφος, με πάμπολλες κατακτήσεις και μια μικρή κόρη. Εκείνη είναι μια πολυάσχολη, γοητευτική, χωρισμένη και σοβαρή αρχιτέκτονας, με ένα μικρό γιο. Από απροσεξία αμφοτέρων δεν καταφέρνουν να πάνε έγκαιρα τα παιδιά τους στο λεωφορείο, οπότε εκείνα χάνουν την ημερήσια σχολική εκδρομή. Έτσι μένουν "με τα παιδιά στο χέρι", ενώ η μέρα αμφοτέρων είναι κάτι παραπάνω από πολυασχολη. Συναντιούνται λοιπόν, αρχικά αντιπαθούν ο ένας τον άλλον, αλλά να που αλληλοεξαρτώνται απόλυτα για να κάνουν τις κατεπείγουσες δουλειές τους (που αν δεν γίνουν μπορεί να σημαίνουν και απόλυση), οπότε εναλλάξ ο ένας αφήνει το παιδί του στον άλλον για να προλάβει... Μαντέψτε λοιπόν τι θα συμβεί ανάμεσά τους, αν μάλιστα αυτός είναι ο Τζορτζ Κλούνεϊ κι εκείνη η Μισέλ Φάιφερ...
Φυσικά πρόκειται για κομεντί. Πρόκειται, για την ακρίβεια, για το "One Fine Day", που γύρισε ο Michael Hoffman το 1996 και... ξέρετε... είναι μια απ' αυτές τις γνωστές αμερικάνικες του είδους. Εδώ, για να πω την αλήθεια, διασκέδασα αρκετά. Το βασικό εύρημα είναι όλα διαδραματίζονται σε μια και μόνη μέρα, από το μαύρο χάραμα έως τη νύχτα. Και το ότι ο χρόνος πιέζει αφόρητα. Οπότε ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει αμέσως (όχι μεταξύ τους, εννοώ με τις κατεπείγουσες δουλειές). Το χιούμορ υπάρχει σε αρκετό βαθμό και, συγχρόνως, οι όλες καταστάσεις καταφέρνουν να μεταδώσουν άγχος στον θεατή. Την κατάληξη λίγο - πολύ την ξέρουμε, αλλά μέχρι τότε, με τόσα που συμβαίνουν και καταφέρνουν να χωρέσουν σε μια και μόνη μέρα (ούτε καν εικοσιτετράωρο), η ταινία πετυχαίνει να μας διασκεδάσει αρκετά (εμένα τουλάχιστον). Υπάρχει και η χημεία ανάμεσα στους δύο ωραίους πρωταγωνιστές (οι οποίοι απεγνωσμένα πασχίζουν να "παρκάρουν" όπου μπορούν τα παιδιά τους), οπότε συνολικά θα την χαρακτήριζα μια από τις χαριτωμένες κομεντί - που δεν σε εκνευρίζουν τουλάχιστον.
Να πούμε τώρα ότι γίνεται και μια κριτική στον σύγχρονο κάτι παραπάνω από αγχώδη τρόπο ζωής στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις; Για το ότι ο άνθρωπος ζει για να δουλεύει και δεν δουλεύει για να ζει (και αυτό του αρέσει από πάνω όταν είναι πετυχημένος); Ότι τα παιδιά, ίδιαίτερα στις πάμπολλες διαλυμένες οικογένειες, μάλλον ως βάρος λογαριάζονται, βάρος που πρέπει να ξεφορτωθούμε κάπου για να δουλέψουμε; ΟΚ, αυτά και άλλα κοινωνικά φαινόμενα επισημαίνονται, στόχος όμως του φιλμ δεν νομίζω ότι είναι η κριτική, αλλά η διασκέδαση. Αφεθείτε λοιπόν και διασκεδάστε - και αγχωθείτε και λιγάκι. Ξαναλέω ότι - ώς προβλέψιμη κομεντί  πάντοτε - τη βρήκα μάλλον από τις συμπαθητικές του είδους.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012

ΣΤΑΤΙΚΟ "ΠΑΙΧΝΙΔΙ"

Το 2005 ο Michael Hoffman γυρίζει το "Game 6", μια ταινία σε σενάριο του γνωστού συγγραφέα Don Delillo. Προκαλεί έκπληξη μάλιστα το ότι η ιστορία έχει μια "παράλληλη δομή", μοιάζει αρκετά, μ' αυτήν του "Cosmopolis" του ίδιου συγγραφέα. Εδώ βέβαια δεν υπάρχουν λιμουζίνες, αλλά και πάλι κάποιος διασχίζει την πολη σε μια μέρα, κινούμενος ακατάπαυστα (με διαδοχικά ταξί αυτή τη φορά), πάλι πάει για κούρεμα (!) και πάλι, στο τέλος, συναντάται τετ-α-τετ με κάποιον εχθρό του, τον οποίο μάλιστα είναι αποφασισμένος να δολοφονήσει. Οι ομοιότητες είναι πολλές.
Ένας θεατρικός συγγραφέας, τη μέρα της πρεμιέρας του καλύτερου (όπως του λένε όλοι) έργου του, αφού, όπως είπαμε, περιπλανάται γεμάτος άγχος στην πόλη, αποφασίζει τελικά να σκοτώσει έναν μυστηριώδη και διάσημο κριτικό θεάτρου, που με το φαρμάκι της πένας του έχει κάνει μια σειρά από συγγραφείς να καταρρεύσουν. Πριν γίνει αυτό όμως, ο συγγραφέας προτιμά αντί για την ίδια του τη μεγάλη πρεμιέρα, να παρακολουθήσει από ένα συνοικιακό μπαρ το μεγάλο ντέρμπι της Ν. Υόρκης στο μπέιζμπολ, καθώς είναι φανατικός οπαδός των Ρεντ Σοξ. Η ταινία τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του 80 και αναφέρεται σε μια αληθινή μέρα όπου συνέβει μια ανα πάντεχη ανατροπή στο μεγάλο αυτό ντέρμπι.
Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με το φιλμ. Οι ηθοποιοί είναι καλόί (Μάικλ Κίτον, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ. κλπ), αλλά μου φάνηκε μάλλον δίχως ρυθμό και κάπως βαρετή. Θίγονται κάμποσα θέματα, όπως αυτό της πίστης (στον εαυτό μας αλλά και γενικότερα), του άγχους της δημιουργίας, της διάλυσης της ζωής και των σχέσεών μας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις (ο ήρωας έχει διαλυμένη οικογένεια και είναι αποξενωμένος από την κόρη του), των σύγχρονων ξέφρενων καθημερινών ρυθμών ζωής κλπ. Κάνει και λίγο πλάκα με τους κριτικούς και τις κριτικές τους (προσέξτε τις ατάκες του κριτικού σε σχέση με τις "παυσεις" του βασικού ηθοποιού του έργου του ήρωα και θα καταλάβετε). Ταυτόχρονα είναι πασπαλισμένη από μπόλικες διανοουμενίστικες ατάκες και "αναζητήσεις", όλο το πράγμα όμως δεν μου φάνηκε να τραβά και τόσο. Ομολογώ ότι διασκέδασα με την τελευταία, μακρά σκηνή της συνάντησης με τον περίφημο και ακριβοθώρητο κριτικό και την απροσμενη κατάληξή της, αυτό όμως δεν κατάφερε να σώσει την ταινία (κατά τη γνώμη μου πάντοτε). Μου φάνηκε επίσης ότι περιείχε και κάμποσες αμπελοφιλοσοφίες. Όσο για τον παραλληλισμό της πίστης (που μπορεί να αλλάξει τη μοίρα μας) με την φίλαθλη ιδιότητα (εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα είδος πίστης σε μια ομάδα), χμμμ... δεν με έπεισε και πολύ.
Δεν το θάβω εντελώς, περιέχει νομίζω κάποια θετικά στοιχεία, συνολικά όμως κατά τη γνώμη μου παραμένει στη μετριότητα. Αρκετά εγκεφαλική και διανοουμενίστικη μετριότητα μάλιστα.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker