Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2020

"Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ" Ή ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΗ ROY ANDERSSON

Ο σουηδός Roy Andersson δημιουργεί εδώ και χρόνια ιδιόρρυθμες, αποκλειστικά προορισμένες για σινεφίλ ταινίες, έχοντας κατακτήσει ένα απόλυτα προσωπικό ύφος. "Η Ομορφιά της Ύπαρξης" (Om det oandliga) του 2019 κινείται ακριβώς στα χνάρια των 3 προηγούμενων ταινιών του.
Ο Andersson αφήνει την κάμερά του ακίνητη σε κάθε σεκάνς, δημιουργώντας έτσι μια σειρά από σκηνές που θυμίζουν ταμπλό βιβάν. Μερικές φορές τα πρόσωπα επαναλαμβάνονται, οπότε παρακολουθούμε ένα είδος συνέχειας μιας μικρής ιστορίας, άλλοτε πάλι οι σκηνές είναι μεμονωμένες και αυτοτελείς. Ένας παπάς που έχασε την πίστη του και ζητά βοήθεια από έναν ψυχίατρο, ένα αυτοκίνητο που χαλάει στο πουθενά, ένα μπαρ τα χριστούγεννα, ένας φόνος, ένα ερωτευμένο ζευγάρι που αιωρείται πάνω από την πόλη, που παραπέμπει στον γνωστό πίνακα του Σαγκάλ και είναι η πιο ποιητική "ιστορία" του φιλμ κλπ. Μερικές φορές τα όσα συμβαίνουν ανήκουν απόλυτα στο χώρο του σουρεαλισμού (συχνά ενός ποιητικού σουρεαλισμού).
Στη συγκεκριμένη ταινία η απόλυτα μουντή, γκρίζα  φωτογραφία, οι χλωμοί άνθρωποι, τα αποστειρωμένα, δίχως καμιά ομορφιά περιβάλλοντα, οι μινιμαλιστικές δράσεις των ηρώων, όλα, προσδίδουν μια θανατερή ατμόσφαιρα. Οι πράξεις των ανθρώπων γίνονται θαρρείς καταναγκαστικά, πολλοί απ' αυτούς δεν βρίσκουν πουθενά τη βοήθεια που περιμένουν. Γενικά νομίζω ότι ο Andersson εικονογραφεί απόλυτα αποτελεσματικά έναν κόσμο από τον οποίο η χαρά, η όρεξη για ζωή, έχουν εκλείψει παντελώς. Ένα κόσμο, θαρρείς, νεκροζώντανων.
Όλα αυτά μάλλον θα εντυπωσιάσουν κάποιον που βλέπει για πρώτη φορά μια ταινία του. Προσωπικά πάντως το επαναλαμβανόμενο ύφος του έχει αρχίσει να με κουράζει. Είναι, όπως είπαμε, η 4η πανομοιότυπη ταινία που κάνει ή, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι κατ' εξοχήν δημιουργός που "κάνει διαρκώς την ίδια ταινία". Πολύ αποτελεσματικός στο να καταδείξει με προσωπικό τρόπο μια διάχυτη απελπισία, αλλά ως πότε;

Ετικέτες ,

Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2014

ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ ΑΣΤΕΙΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΚΑΤΣΕ..."

Δεν ξέρω αν έχετε δει ποτέ ταινία του σουηδού Roy Andersson, ("Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο" π.χ.) Ο σκηνοθέτης αυτός, που σπάνια κάνει ταινίες, δημιουργεί έναν σουρεαλιστικό, συχνά παράλογο κόσμο με φιλμ που δεν έχουν ακριβώς πλοκή, αλλά αποτελούνται από μια σειρά άσχετων μεταξύ τους "σκετς", πολλά από τα οποία σχεδόν παρανοϊκά και με πλήθος ανορθολογικών καταστάσεων. Το ίδιο ακριβώς στιλ κυριαρχεί και στο "Ένα Περιστέρι Έκατσε σε ένα Κλαδί και Συλλογίστηκε την Ύπαρξή του" του 2014.
Όλες οι μικρές ιστορίες χαρακτηρίζονται από ένα κατάπικρο και κατάμαυρο χιούμορ και αυτό συνυπάρχει με μια εξαιρετικά καταθλιπτική ατμόσφαιρα, που επιτείνεται απο τα μουντά, μπεζ - γκρίζα, "νεκρά" χρώματα (ακόμα και τα πρόσωπα των περισσότερων ηθοποιών είναι μακιγιαρισμένα  σχεδόν νεκρικά), τα ψυχρά, άδεια ή με ελάχιστα έπιπλα, στενόχωρα δωμάτια ή χώρους, τη μόνιμη συννεφιά και την απολύτως ακίνητη κάμερα, που απλώς κινηματογραφεί όσα παράλογα συμβαίνουν σαν σκηνή θεάτρου, στην οποία μπαινοβγαίνουν τα πρόσωπα. Ακόμα και οι κινήσεις των χαρακτήρων είναι άτονες, μονοκόμματες, ενώ οι άνθρωποι στο βάθος στέκουν σχεδον ακίνητοι σε ένα είδος "ταμπλό βιβάν" που δημιουργεί η κάθε σκηνή.
Στο κέντρο βρίσκονται δύο άχαροι και ατσούμπαλοι μεσήλικοι πωλητές, ένα είδος πλασιέ που μάταια προσπαθούν να πουλήσουν γελοία και φτηνά τρικ (μάσκες, σακούλια γέλιου κλπ.) και των οποίων οι καταθλιπτικές φιγούρες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα αστεία, υποτίθεται, είδη που πουλάνε και με όσα λένε. Γύρω τους στήνονται σκετς με γελοίους θανάτους - ή γελοίες αντιδράσεις ανθρώπων μετά από ένα θάνατο, με ιστορικούς αναχρονισμούς και στρατούς του 18ου αιώνα να μπαίνουν σε ένα σύγχρονο μπαρ, με μια συγκλονιστικά μακάβρια παραβολή της αποικιοκρατίας, με ένα στέλεχος επιχέιρησης που αυτοκτονεί λέγοντας στο τηλέφωνο "Χαίρομαι που ακούω ότι είσαι καλά" (φράση που επαναλαμβάνεται συχνά σε εντελώς στενόχωρες στιγμές) και πολλά άλλα.
Τι είναι τελικά όλο αυτό; Νομίζω μια σκοτεινή και "κακιά" αν θέλετε ματιά στη ματαιότητα, τη γελοιότητα, το παράλογο και το "άνευ λόγου" της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και στην ανθρώπινη κακία, σκληρότητα, μοναξιά και άλλα, αρνητικά πάντοτε, χαρακτηριστικά. Από εκεί πηγάζει και η όλη υπαρξιακή αγωνία και αδιέξοδο που εκπέμπει η ταινία.
Επιρροές; Πολλές. Το χιούμορ του Τατί, ο Μπουνιουέλ, ο Μπέργκμαν, αλλά κυρίως - θα σας φανεί παράξενο, αλλά αυτή μου φαίνεται η σημαντικότερη - οι Μόντι Πάιθον! Η όλη δομή των σκετς, το είδος του χιούμορ, ακόμα και συγκεκριμένες ατάκες ή καταστάσεις, μου φαίνεται ότι παρέπεμπαν σ' αυτούς. Ναι, χιούμορ, το οποίο όμως, οπως είπαμε, είναι κατάμαυρο, σαρκαστικό, κατάπικρο και, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στα απίστευτα γέλια που μας προκαλούν οι εξ ίσου σουρεάλ καταστάσεις της περίφημης ομάδας.
Φυσικά πρόκειται για αυστηρά σινεφίλ ταινία, που προορίζεται για λίγους, ενώ φοβάμαι ότι θα εκνευρίσει πολλούς. Προσωπικά γοητεύομαι (κόβοντας παράλληλα τις φλέβες μου) από τον ιδιόρυθμο σουηδό, εσείς ωστόσο δείτε την με δική σας ευθύνη.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

ΖΟΦΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ "ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ"


Με 4 μόλις ταινίες στο ενεργητικό του από το 1970 μέχρι σήμερα, ο σουηδός Roy Andersson είναι από τους πιο προσωπικούς δημιουργούς της εποχής μας. Μας είχε εκπλήξει το 2000 με τα "Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο" και 7 χρόνια μετά επανέρχεται με το "Εσείς οι Ζωντανοί", στο ίδιο κλίμα με το προηγούμενο. Θα τονίσω από την αρχή ότι πρόκειται για ταινία με περίεργη, ιδιοσυγκρασιακή γραφή, που απευθύνεται μόνο σε σινεφίλ πρόθυμους να πειραματιστούν. Για τους υπόλοιπους υπάρχουν πολλές (και καλές) άλλες επιλογές.
Η ταινία αποτελείται από μια σειρά από μικρά "σκετς", στα οποία πρόσωπα και χώροι συχνά επανέρχονται. Έτσι η δομή της θυμίζει αυτή των σπονδυλωτών φιλμς. Πλην όμως, εδώ οι καταστάσεις που δείχνονται, ενώ είναι βουτηγμένες στην καθημερινότητα (πιο καθημερινές δεν γίνεται), διαπερνώνται ταυτόχρονα από έναν εντονότατο σουρεαλισμό και είναι τόσο παράλογες, ώστε τελικά μόνο καθημερινότητα δεν θυμίζουν: Ένας άνθρωπος καταδικάζεται εξ αιτίας ενός ασήμαντου πταίσματος στην ηλεκτρική καρέκλα (και αντιμετωπίζει την παράλογη καταδίκη του με τη φράση "Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή"), το πέτρινο σπίτι δύο νεόνυμφων αρχίζει ξαφνικά να ταξιδεύει σαν τρένο, ενώ το πλήθος απ' έξω επευφημεί κι εκείνοι συμπεριφέρονται σα να μη συμβαίνει τίποτα, τέτοια πράγματα...
Όλο αυτό το παράδοξο εγχείρημα αποτελεί μια σάτιρα της καθημερινότητας και της ήσυχης, αστικής ζωής (ιδιάιτερα εκεί στα βόρεια. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αλλού τόσο ψυχρή εικόνα). Ο Andersson, ως άλλος Μπουνιουέλ, σαρκάζει ανελέητα κάθε πτυχή της ζωής όπως την ξέρουμε. Ωστόσο, ταυτόχρονα, το κάνει με μια απίστευτη ζοφερότητα. Τι εννοώ; Όλη η ταινία διαθέτει μια εντελώς ψυχρή, στα όρια του γκρίζου φωτογραφία, οι χώροι είναι άδειοι και άσχημοι, οι άνθρωποι το ίδιο και γενικά το όλο κλίμα παγώνει τη ψυχή. Αν δει κανείς σκόρπιες εικόνες, θα θέλει να κόψει τις φλέβες του. Κι όμως, το άγριο χιούμορ είναι πανταχού παρόν.
Ταινία στα όρια του πειραματικού, όπως καταλάβατε, δομείται πάνω στις αντιθέσεις: Του απόλυτα καθημερινού με το απόλυτα παράλογο, του απόλυτα ψυχρού και ζοφερού με το απόλυτα αστείο. Είναι ίσως η πρώτη φορά που βλέπω φιλμ να συνδυάζει τόσο ακραία την κατάθλιψη με την κωμωδία.
Είμαι περίεργος για το τι άλλο θα κάνει ο ιδιαίτερος αυτός σκηνοθέτης. Ελπίζω να μην περιμένουμε άλλα 7 χρόνια.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker