Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008

Η ΤΥΦΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΤΗΝΩΔΙΑ


Το "Περί Τυφλότητας" (Blindness, 2008) του εξαιρετικού βραζιλιάνου Fernando Meirelles βασίζεται ως γνωστόν στο ομώνυμο βιβλίο του Σαραμάγκου, το οποίο δεν έχω διαβάσει αν και ο συγγραφέας αυτός μ' αρέσει αρκετά. Έτσι λοιπόν, κάθε σύγκριση με το πρωτότυπο δεν υφίσταται και ό,τι γράφω αφορά αποκλειστικά στην ταινία.
Λοιπόν είναι μια από τις μάλλον σπάνιες φορές που διαφωνώ με το σύνολο της κριτικής, η οποία σε γενικές γραμμές έθαψε την ταινία. Προσωπικά μου άρεσε αρκετά, παρά τις κάποιες (σημαντικές) αντιρρήσεις που θα εκφράσω πιο κάτω. Θα γνωρίζετε μάλλον την ιστορία: Μια ανεξήγητη και άγνωστη μεταδοτική ασθένεια που προκαλεί άμεση τύφλωση απλώνεται στον κόσμο. Πολύ σύντομα ο πολιτισμός καταρρέει και οι άνθρωποι επιστρέφουν στην απόλυτη βαρβαρότητα.
Ο Meirelles φτιάχνει μια εντυπωσιακή "τοιχογραφία" της κατάρρευσης των πάντων, που ξεκινά από τον εγκλεισμό μιας πρώτης ομάδας ασθενών (= τυφλών) σε ένα άθλιο οίκημα και βαθμιαία κλιμακώνεται σε γενικό χάος, πείνα και αθλιότητα, καθώς κανείς δεν είναι σε θέση να φροντίσει τον εαυτό του. Η εξέλιξη της έγκλειστης ομάδας, που ολοένα και αυξάνεται δημιουργώντας εκρηκτικά προβλήματα, δίνει την ευκαιρία για μια κυνική μελέτη του ανθρώπινου πολιτισμού (ή της ανθρώπινης φύσης), κάθε άλλο παρά ουμανιστική: Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι μόλις βρουν ευκαιρία τα κατώτερα ένστικτα παίρνουν το πάνω χέρι τσακίζοντας αδίστακτα κάθε έννοια ανθρωπιάς. Έτσι η ολοένα και περισσότερο εξαθλιωμένη κοινότητα, ως μια άλλη οργουελική "Φάρμα των Ζώων", σύντομα παραμερίζει την αρχική ισότητα και η αδίστακτη δίψα για εξουσία, η απληστία και - σε τελική ανάλυση - η βλακεία θριαμβεύουν. Και, φυσικά, αναπόφευκτο αποτέλεσμα, το ξέσπασμα της βίας. Και, να θυμάστε, ανάμεσα στους τυφλούς δεν κυριαρχεί πάντοτε ο μόνος που βλέπει...
Όλα αυτά δίνονται από τον Meirelles με εντυπωσιακό οπτικό στιλ (κατά την γνώμη μου βέβαια, γιατί διάβασα για "σοβαροφάνεια" και "έλλειψη κινηματογραφικότητας"). Από την γκριζόλευκη φωτογραφία, από την οποία λείπουν σχεδόν τα χρώματα, μέχρι τις σκηνές βρώμικης Αποκάλυψης στην ρημαγμένη πόλη, με τα εξαθλιωμένα πλήθη τυφλών να περιφέρονται άσκοπα, βρήκα το φιλμ πολύ δυνατό οπτικά.
Στο τέλος ωστόσο έρχεται μια γερή ένεση ανθρωπιάς να ισορροπήσει (ή να ανατρέψει) το όλο σκηνικό. Και εδώ βρίσκονται οι αντιρρήσεις μου, που είναι καθαρά νοηματικές και όχι κινηματογραφικές. Η αλλαγή κλίματος γίνεται ξαφνικά, απρόβλεπτα, ουρανοκατέβατα. Την κτηνωδία διαδέχεtαι η συγκίνηση, αυτό όμως γίνεται μάλλον αναίτια. Φυσικά και θα προτιμούσα χιλιάδες φορές οι άνθρωποι να είναι όπως οι έγκλειστοι στο διαμέρισμα της πρωταγωνίστριας (που βλέπει) και όχι όπως οι έγκλειστοι στο τεράστιο εγκαταλειμμένο κτίριο. Προφανώς. Απλώς η απότομη αλλαγή δεν με έπεισε καθόλου. Ήταν σα να μην ολοκλήρωνε το κυνικό πορτρέτο της ανθρώπινη φύσης που ζωγράφιζε στα 2/3 του φιλμ, σα να μην τολμούσε να το φτάσει στα άκρα.
Αν και, ακόμα και στο τέλος, παρεισφρύουν άκρως ενδιαφέρουσες σκέψεις: Ακόμα και μέσα στη φρίκη υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να είναι πιο ευτυχισμένοι από πριν. Ή, το καβαφικό "τι θα κάνουμε τώρα χωρίς βαρβάρους;" Τι θα κάνουμε τώρα που χάνουμε τον σκοπό μας ή τον ξεκάθαρο εχθρό μας, αν προτιμάτε;
Πιστεύω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν με όσα έγραψα και ίσως η ταινία να τρομάξει αρκετούς. Οι αντιρρήσεις είναι φυσικά ευπρόσδεκτες.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker