Τρίτη, Μαΐου 12, 2020

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ ΚΑΥΣΤΙΚΗ "ΞΥΠΟΛΗΤΗ ΚΟΜΙΣΣΑ"

Θεωρώ τον Joseph Mankiewicz (1909-1993) έναν από τους σημαντικότερους αμερικανούς σκηνοθέτες (θυμηθείτε το ""Όλα για την Εύα"" ή το "Σλουθ"). Ως εξαιρετική ταινία θεωρώ και την "Ξυπόλητη Κόμισσα" (Barefoot Contessa) του 1954 με την εκθαμβωτική Άβα Γκάρνερ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ.
Η ταινία ξεκινά με την κηδεία της πρωταγωνίστριας, άρα ξέρεις από την πρώτη στιγμή ότι η ηρωίδα είναι νεκρή. Ανάμεσα σ' αυτούς που την παρακολουθούν βρίσκεται ένας περίλυπος Μπόγκαρντ. Αυτός, με φωνή off, είναι που μας διηγείται την παράξενη ιστορία της γυναίκας αυτής. Με συνεχή φλας μπακ το παζλ της ζωής της τραγικής ηρωίδας συμπληρώνεται και διάφοροι γρίφοι λύνονται: Γιατί, κατά τον αφηγητή, είναι "διάσημη, όμως πεθαίνει άγνωστη"; Και, κυρίως, τι σχέση έχουν μαζί της όσοι παρακολουθούν την κηδεία; Αυτό ειδικά είναι κάτι που θα σας ξαφνιάσει. Όχι, ο Μπόγκαρντ δεν είναι ο συντετριμμένος ερωτευμένος...
Το φιλμ μοιάζει με νουάρ, αλλά δεν είναι. Υιοθετεί κάποιες σταθερές του είδους (φωνή off που λέγαμε, καυστικές, θανατερές ατάκες, εκπλήξεις στην πορεία των πραγμάτων...), αλλά δεν είναι. Πρόκειται κυρίως για δραματική ταινία ή, αν προτιμάτε, για το ψυχολογικό πορτρέτο μιας εντελώς ασυνήθιστης γυναίκας. Ο έρωτας υπάρχει, δεν είναι όμως παθιασμένος, δεν είναι καν αυτός που κινεί τα νήματα και δημιουργεί ακραίες καταστάσεις. Δεν θα σας πω άλλα για λόγους spoiler.
Αυτό που είναι εκπληκτικό (και πολύ σπάνιο για το Χόλιγουντ της εποχής) είναι η καυστικότητα και η κοινωνικά κριτική στάση του φιλμ. Σπάνια έχουμε τόσο δριμεία κριτική της ζωής των πλούσιων (αριστοκρατών που σιγά - σιγά φθίνουν, αλλά και ισχυρών του χρήματος). Οι πρώτοι παρουσιάζονται απλούστατα ως παράσιτα. Άχρηστοι, ανούσιοι, που περιφέρουν την αφόρητη παρακμή τους σε βαρετές - πλην όμως πολυτελέστατες - δραστηριότητες. Οι δεύτεροι - ανάλογα με το χαρακτήρα και τα ψυχολογικά βίτσια του καθενός - είναι απλώς καθάρματα, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Η καταγγελία της "υψηλής κοινωνίας" των τίτλων ή/και του χρήματος είναι πλήρης και εξουθενωτική. Από την άλλη υπάρχει μια άλλη εξ ίσου βιτριολική καταγγελία: Αυτή της show business και του ίδιου του χολιγουντιανού κινηματογράφου ειδικότερα (ο Μπόγκαρντ είναι ένας πρώην αλκοολικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του Χόλιγουντ, δίχως τίποτα το ηρωικό). Αδίστακτοι παραγωγοί, σκηνοθέτες που αναγκάζονται να σκύψουν το κεφάλι, δυστυχισμένοι σούπερσταρ, όλα συνθέτουν μια καθόλου κολακευτική τοιχογραφία του χώρου, και μάλιστα ζωγραφισμένη από τα μέσα (πιο μέσα δεν γίνεται). Και ανάμεσα σ' αυτά αναδύεται η ασυνήθιστη προσωπικότητα μιας σταρ η οποία, πολύ απλά, αμφισβητεί και αρνείται με κάθε τρόπο τον τρόπο ζωής της ως τέτοια. Όχι, είναι σα να λέει, δεν βρίσκεται στο χρήμα και τη φήμη η ευτυχία (κι αυτό, το τονίζω, όχι με μελοδραματικούς και ρομαντικούς τόνους). Τέλος να επισημάνω και τις ασυνήθιστες (για Χόλιγουντ τουλάχιστον) σχέσεις μεταξύ των ηρώων. Ο δεσμός δύο λαμπερών πρωταγωνιστών δεν είναι πάντοτε μια έντονη ερωτική ιστορία...
Ένα φιλμ με ασυνήθιστα στοιχεία και απροσδόκητα καταγγελτικό για τις σάπιες καταστάσεις που μας περιβάλλουν. Κλασικό!

Ετικέτες ,

Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2011

ΤΑ ΠΑΝΤΑ (ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΑ

Υπάρχουν ταινίες που θεωρούνται κλασικές όχι απλώς επειδή έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην εποχή τους, αλλά και επειδή δεκαετίες μετά τη δημιουργία τους κρατούν αναλλοίωτο το ενδιαφέρον τους και βλέπονται με την ίδια απόλαυση. Θεωρώ μια απ' αυτές το "Όλα για την Εύα" (All about Eve) του Joseph L. Mankiewicz (1909–1993), που γυρίστηκε το μακρινό 1960. Μελόδραμα; Είδος ψυχολογικού θρίλερ; Μελέτη ενός γυναικείου χαρακτήρα; Ανάλυση των παρασκηνίων του θεάτρου και της ζωής των σταρ; Όλα αυτά και κάμποσα άλλα που καλείται να ανακαλύψει ο θεατής. Βλέπετε, οι μεγάλες ταινίες (τα μεγάλα έργα τέχνης γενικότερα) διαθέτουν πολλά επίπεδα. Παρακολουθούνται πάντα με απόλαυση, αλλά κάτω από την επιφάνεια κρύβουν κι ένα σωρό άλλα. Το φιλμ μας μεταφέρει στα παρασκήνια του θεάτρου. Στο κέντρο μια μεγάλη και διάσημη ηθοποιός, μια ντίβα δηλαδή. Οι σχέσεις της με σκηνοθέτες, παραγωγούς, συγγραφείς, άλλους ηθοποιούς, αλλά και η προσωπική της ζωή σκιαγραφούνται τέλεια. Ώσπου στη ζωή της θα μπει ξαφνικά μια αφελής παθιασμένη φαν, που την ακολουθεί παντού και το μόνο που θέλει είναι να βρίσκεται όσο πιο πολύ γίνεται κοντά της. Ή μήπως δεν είναι μόνο αυτό; Η ταινία ρίχνει μια αδυσώπητη, συχνά κυνική ματιά στον χώρο των σόου μπίζνες. Μέσα από το χαρακτήρα της Εύας παρακολουθούμε τις ίντριγκες, τον κυνισμό, τον μέχρι τελικής πτώσης αγώνα για άνοδο, για φήμη και δόξα. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Ναι, εδώ διακυβεύεται πολύ χρήμα. Αλλά, όταν έχουμε να κάνουμε με σταρ, το χρήμα, μοιάζει να μας λέει η ταινία, περνά σε δεύτερη μοίρα. Η κύρια "ανάγκη", το πρωτεύον πάθος, είναι αυτό για δόξα. Για χειροκρότημα. Για την κατάκτηση της κορυφής. Γι' αυτό γίνονται όλα. Γι' αυτό η ανερχόμενη ηθοποιός μετατρέπεται σε κάτι πραγματικά αδίστακτο, ένα πλάσμα έτοιμο να πατήσει σε πτώματα για να ανέβει. Αλλά και η άλλη, η φτασμένη σταρ, που εδώ είναι θύμα, δεν είναι ακριβώς κάτι συμπαθητικό. Εγωπαθής, γεμάτη καπρίτσια, ταλαιπωρεί - ή και περιφρονεί - τους γύρω της και "τρέφεται" από την κορυφή, την οποία έχει ήδη προ πολλού κατακτήσει. Η σκηνή με την οποία ανοίγει - και κλείνει - η ταινία, η σκηνή της απαστράπτουσας βράβευσης δηλαδή, φαντάζει απόλυτα ειρωνική, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την γκλάμορους εικόνα που δίνεται στο αδηφάγο κοινό, η οποία καλύπτει επιμελέστατα μια σκληρή, κυνική πραγματικότητα. Παράλληλα ο χρόνος που φεύγει και το άγχος που δημιουργεί στον άνθωπο είναι ένα άλλο θέμα του φιλμ. Όλα αυτά σε ένα δράμα που δημιουργεί σασπένς τόσο, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ένα είδος "ψυχολογικού θρίλερ". Η Μπέτι Ντέιβις βρίσκεται στα καλύτερά της ως σχετικά γερασμένη, ανασφαλής ντίβα, η Αν Μπάξτερ το ίδιο, ενώ η Μέριλιν Μονρόε κάνει μια εμφάνιση σε δεύτερο ρόλο, πριν γίνει σούπερ σταρ. Γενικά, σπάνια το κλασικό Χόλιγουντ έχει ρίξει μια τόσο σκληρή, αδυσώπητη ματιά στα παρασκήνια της σόου μπίζνες. Ίσως να το έκανε στη "Λεωφόρο της Δύσης" και σε πολύ λίγες άλλες περιπτώσεις. Αν δεν το έχετε δει να το κάνετε. Η Ντέιβις αγωνιά στην ταινία επειδή γερνά. Η ίδια η ταινία δεν γερνά καθόλου.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Μαΐου 13, 2009

ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ "ΣΛΟΥΘ"


Το "Sleuth" (1972) του Joseph L. Mankiewicz (1909-1993) βασίζεται σε θεατρικό έργο του Άντονι Σάφερ. Έχει κατά βάση δύο μόνο ηθοποιούς, διαρκεί κοντά δυόμισι ώρες, είναι ολόκληρο σχεδόν γυρισμένο μέσα σε ένα σπίτι και... σας υπόσχομαι ότι όχι μόνο δεν θα βαρεθείτε ούτε λεπτό, αλλά θα το παρακολουθήσετε με κομμένη την ανάσα. Πώς γίνεται αυτό; Δν έχετε παρά να δείτε το φιλμ.
Ξεκινά σαν ένα είδος αστυνομικού, μια απάτη σχεδιάζεται, σύντομα τα πράγματα σοβαρεύουν, καταλήγουμε με ένα πτώμα... κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Οι διάλογοι είναι εκπληκτικοί, πνευματώδεις, λεπτοί, σαρκαστικοί και μπορούν να τσακίσουν κόκαλα. Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτητα, ούτε στιγμή όμως το στόρι δεν γίνεται χαώδες, αντίθετα είναι ακριβές σα χειρουργικό νυστέρι. Όταν συμβαίνει η απόλυτη ανατροπή, που αφήνει άναυδο το θεατή να μη πιστεύει στα μάτια του, βρισκόμαστε μόλις λίγο μετά το μέσο του φιλμ. Τι διάβολο άλλο μπορεί ακόμα να συμβεί; Κι όμως...
Πέρα από την ποιότητα των διαλόγων, μεγάλο μέρος της γοητείας της ταινίας οφείλεται φυσικά στους δύο μέγιστους ηθοποιούς που ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους σε μια αληθινή υποκριτική μονομαχία υψηλού επιπέδου: Λόρενς Ολιβιέ και Μάικλ Κέιν. Άλλωστε ο Μάνκιεβιτς ήταν ειδικευμένος τόσο στη μεταφορά θεατρικών στην οθόνη όσο και στην άψογη διεύθυνση των ηθοποιών του.
Και μένει βέβαια, εκτός της ευφάνταστης πλοκής, και η βαθύτατη κριτική που ασκεί η ταινία (ή μάλλον το κείμενο στο οποίο βασίζεται). Δεν έχουμε μόνο ένα βαθύ ψυχολογικό πορτρέτο, αλλά και μια έντονη αλληγορία πάνω στις τάξεις και τις σχέσεις τους: Ο αριστοκράτης, πλούσιος Ολιβιέ και ο αυτοδημιούργητος, ταπεινής καταγωγής Κέιν αντιπροσωπεύουν τις τάξεις τους, τις αξίες τους, την (όποια) ηθική τους. Τα περισσότερα βέλη πέφτουν στον αριστοκράτη, το ψυχικό στριπτίζ του οποίου είναι ανελέητο. Όσο το φιλμ προχωρά αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει αυτός και η τάξη του, το αληθινό τους πρόσωπο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ σχεδιάζεται ανάγλυφα τόσο ο χαρακτήρας του γεννημένου συλλέκτη, όσο και του ανθρώπου που του αρέσει πάνω απ' όλα να παίζει. Το μέρος που αφορά τη φύση και την ουσία της έννοιας του παιχνιδιού (σε ενηλίκους εννοώ φυσικά), είναι άλλο ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κομμάτι.
Ξέρω την πιθανή σας αντίρρηση: Η θεατρικότητα. Γιατί να μην δω ένα τέτοιο έργο στο θέατρο (άλλωστε απ' όσο διάβασα είχε κάποτε ανέβει και στην Ελλάδα με τους Χορν και Αλεξανδράκη στους βασικούς ρόλου). Συνήθως κι εγώ συμμερίζομαι αυτή την επιφύλαξη. Υπάρχουν όμως ορισμένα έργα τόσο δυνατά, που σε αποροφούν ολότελα είτε στη σκηνή τα παρακολουθείς είτε στην οθόνη. Οπότε, κατά τη γνώμη μου πάντα, έχουμε να κάνουμε με μια από τις μάλλον σπάνιες περιπτώσεις όπου συγχωρείται η θεατρικότητα.
ΥΓ: Δεν είδα το ριμέικ του 2007, αλλά άκουσα / διάβασα πολύ κακά σχόλια. Λογικό όταν έχεις να κάνεις με τέτοιο πρωτότυπο. Ακόμα δεν έχω κατανοήσει γιατί στην ευχή επιχειρούν να ξαναγυρίσουν ντε και καλά μεγάλες ταινίες.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker