Σάββατο, Μαρτίου 11, 2006

ΜΟΝΑΧΟ(Σ)


Το Μόναχο του Steven Spielberg κατ' αρχήν με κούρασε με την αδικαιολόγητα, κατά τη γνώμη μου, μακρά διάρκειά του. Ενδιαφέρον είχε η "ξεθωριασμένη" φωτογραφία, που θύμιζε όντως φιλμ των αρχών των 70ς, πλην όμως κι αυτή, επί τρεις ώρες, συνέβαλλε κάπως στην κούραση που σας έλεγα. Παρ' όλα αυτά και καλές στιγμές διέθετε και έναν ερεθιστικό προβληματισμό μου άφησε συνολικά.
Ένα τέτοιο φιλμ όμως, είναι, φοβάμαι, "καταδικασμένο" από την αρχή να συζητιέται όχι τόσο για τις όποιες κινηματογραφικές αρετές του, όσο για την ιδεολογία του. Κι εδώ είναι που δίχασε το κοινό όσο πολύ λίγες φετινές ταινίες. Προσωπικά λοιπόν δεν το βρήκα τόσο φιλοϊσραηλινό όσο φοβόμουν και όσο άκουσα πολλούς να φωνάζουν σκίζοντας τα ιμάτιά τους. Σίγουρα οι ήρωες ήταν ισραηλινοί, από τη δική τους σκοπιά δειχνόταν το όλο θέμα, αλλά και η παλαιστινιακή άποψη εκφραζόταν καθαρά (θυμηθείτε τον παθιασμένο - αλλά όχι εθνικιστικό - λόγο του παλαιστίνιου τρομοκράτη στην Αθήνα για το τι σημαίνει τελικά να μην έχεις πατρίδα κι ότι μπροστά σ' αυτό όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα), σκεφτείτε και τον φανατικό εβραίο της ομάδας που θέλει να καθαρίσει κάθε μη εβραϊκό ον που κουνιέται, ο οποίος μόνο αρνητικά μπορεί να ειδωθεί. Εβραίοι ήρωες λοιπόν, αλλά σχετικά ισορροπημένη ματιά.
Αυτό που μου άρεσε πολύ όμως - και είναι γενικότερο από την αραβοϊσραηλινή διαμάχη - είναι το τελευταίο τέταρτο της ταινίας, όπου η αποστολή έχει τελειώσει και ο ήρωας μπορεί να επιστρέφει σπίτι και... τότε αρχίζουν τα αληθινά προβλήματα γι' αυτόν. Δεν θυμάμαι ποτέ στο σινεμά να έχει δειχτεί με τόσο ρεαλιστικό τρόπο ένα προφανές γεγονός: Αν ένας άνθρωπος (ανεξαρτήτως εθνικότητας και στρατοπέδου) αποφασίσει (από μαλακία κατά την προσωπική μου γνώμη) να γίνει πράκτορας και βρίσκεται επί 2 χρόνια στην τσίτα, σκοτώνοντας συνεχώς, φοβούμενος και τη σκιά του, μετακινούμενος ασταμάτητα από τόπο σε τόπο και αλλάζοντας διαρκώς ταυτότητες, ε, τότε, ακόμα κι αν όλα τελειώσουν, ποτέ πια δεν θα είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Θα έχει σαλτάρει για τα καλά και αυτό που θα έχει χαραχτεί ανεξίτηλα από την προηγούμενη ζωή του θα είναι, ακριβώς, το να φοβάται και τη σκιά του. Από εκεί και πέρα, αντίο ευτυχία. Θα υποψιαζεται με παρανοϊκό τρόπο τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και στο σεξ θα βλέπει εχθρούς... Δεν έχει να κάνει με τύψεις - καμία σχέση. Έχει να κάνει με κοινη παράνοια. Αν το καλοεξετάσουμε, χαρακτήρες όπως, ας πούμε, ο Τζέιμς Μποντ ή διάφοροι παρόμοιοι σούπερ, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπάρχουν in real life. Όχι μόνο επειδή κανείς δεν μπορεί να έχει τις φοβερές ικανότητές τους, αλλά διότι, ζώντας τόσο καιρό με τεντωμένα νεύρα θα είχαν καταλήξει με μαθηματική ακρίβεια σε κάποιο ψυχιατρείο. Αυτό για μένα ήταν το καλύτερο σημείο του φιλμ κι αυτό που κατάφερνε να εκφράσει μια γενική αηδία για όλη αυτή τη βία - και την κρατική τρομοκρατία ιδιαίτερα, αφού αυτού του είδους η βία πρωταγωνιστούσε.
Πιστεύω πάντως ότι ποτέ πια δεν θα ξαναδούμε έναν καθαρά διασκεδαστικό Σπίλμπεργκ, στο στυλ των Ιντιάνα Τζόουνς, του ΕΤ ή των Στενών Επαφών...
Και μια τελευταία απορία - που αφορά μία από τις αρκετές σεναριακές αφέλειες της ταινίας. Ποιοί ήταν επιτέλους, ρε παιδιά, αυτοί οι φοβεροί γάλλοι αναρχικοί, με το απίστευτο πατριαρχικό σύστημα, που τα ήξεραν όλα, απαντούσαν σε κάθε ερώτηση και βρίσκονταν χωμένοι παντού;

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker