Σάββατο, Μαρτίου 30, 2013

ΤΟ "ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ", Ο ΚΑΗΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Αν φτιάχναμε μια λίστα με τις 10 γνωστότερες ελληνικές ταινίες από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, το "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη θα καταλάμβανε σίγουρα μια θέση. Γυρισμένο το 1983, έγινε πασίγνωστο όχι μόνο σαν ταινία, αλλά και μέσα από άλλους δρόμους που θα συζητήσουμε παρακάτω.
Ο Φέρρης είναι βαθύς γνώστης του ρεμπέτικου. Της μουσικής του και του ιδιαίτερου τρόπου ζωής που το συνόδευε. Η ιδέα της ταινίας είναι σίγουρα μεγαλεπήβολη: Να φτιαχτεί κάτι που θα αγκαλιάζει ολόκληρη τη μουσική αυτή, που σημάδεψε και υπήρξε το λίκνο απ' όπου ξεπήδησε όλη σχεδόν η ελληνική μουσική που ξέρουμε, την εξέλιξη, τις φάσεις της και την τελική παρακμή της και, μέσα απ' αυτή τη μουσική οδύσσεια, να σκιαγραφήσει και την ελληνική ιστορία σχεδόν των 2/3 του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Ως ένα βαθμό τουλάχιστον νομίζω ότι τα κατάφερε.
Λέω "ως ένα βαθμό" διότι ξαναβλέποντας την ταινία μετά από πολλά χρόνια ανακαλύπτω κάμποσα αρνητικά για μένα στοιχεία, με βασικά μερικές κακές ηθοποιίες (αντίθετα κάποιες άλλες είναι εξαιρετικές) και μια ελλειπτικότητα στην αφήγηση, κάποια ξαφνικά άλματα (ή χάσματα) που δεν βοηθούν στην ομαλή πορεία της ιστορίας. Ωστοσο νομίζω ότι έχει πιάσει αυτό το βαθύτερο πνεύμα που χαρακτήριζε έναν περιθωριακό και καθόλου "καθώς πρέπει" τρόπο ζωής, έκφραση του οποίου υπήρξαν τα τραγούδια αυτά. Ας μη ξεχνάμε ότι το ρεμπέτικο άνθησε σε πάμφτωχα στρώματα της τότε ελληνικής κοινωνίας, στις φτωχές εργατικές συνοικίες, στους εξαθλιωμένους πρόσφυγικούς καταυλισμούς αμέσως μετά την καταστροφή και, κυρίως, στα λούμπεν στοιχεία που φυτοζωούσαν στο περιθώριο σημαντικών ελληνικών φαινομένων όπως η (ατελής) ανάπτυξη της αστικής τάξης, η καλλιέργεια του (ολέθριου όπως αποδείχτηκε) μεγαλοϊδεατισμού, η βαθμιαία έξοδος από τη μιζέρια σχετικά μεγάλων τμημάτων του λαού, η πνευματική παραγωγή της "γενιάς του '30" κλπ. Αυτά τα προλεταριακά ή λούμπεν στρώματα δεν είχαν τίποτα να κερδισουν απ' όσα αναφέραμε παραπάνω. Διέθεταν έναν "μποέμικο" θα λέγαμε τρόπο ζωής, λάτρεψαν το αλκοόλ ή το χασίς, εφηύραν έναν δικό τους κώδικα τιμής (ή, αν θέλετε, έναν δικο τους τσαμπουκά), που εκφράστηκε μέσα από την συμπεριφορά του "μάγκα".
Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στην ταινία, η οποία παρακολουθεί ουσιαστικά τρεις γενιές: Με κεντρική ηρωίδα τη Μαρίκα, μια διάσημη τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, ξεκινά από τα χρόνια της μητέρας της, όταν η ίδια ήταν ακόμα παιδί, και καταλήγει στην εποχή που και η δική της κόρη έχει πια γίνει γυναίκα. Παράλληλα με την ιστορία της Μαρίκας ξετυλίγεται, όπως είπαμε, και η ιστορία του ρεμπέτικου, με τις μεταλλάξεις και την τελική υιοθέτησή του από τα "σαλόνια", αλλά και οι βασικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Σαν χαρακτήρας πάντως η Μαρίκα βιώνει απόλυτα αυτό που οι ρεμπέτες ονομάζουν "καημό". Άτυχη στον έρωτα, αποξενωμένη (με δική της ευθύνη) από την κόρη της, αυτοκαταστροφική ακόμα και στις περιόδους της μεγάλης επιτυχίας, οδηγείται τελικά στον απόλυτα άδοξο θάνατο.
Συνολικά νομίζω ότι όλη αυτή η "τοιχογραφία" μιας ολόκληρης εποχής λειτουργεί ως τέτοια, παρά τα επί μέρους αρνητικά στοιχεία. Θα ήθελα όμως να επικεντρώσω σε ένα ιδιάιτερο στοιχείο της ταινίας, που είναι σπάνιο γενικότερα στον κινηματογράφο: Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μια από τις λίγες φορές που η φήμη ενός φιλμ οφείλεται περισσότερο στη μουσική του παρά στο ίδιο. Ουσιαστικά το σήμα κατατεθέν του φιλμ είναι η εξαιρετική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Τα σαν-ρεμπέτικα, πλην όμως γραμμένα στη δεκαετία του '80 (όταν το ρεμπέτικο είχε πια προ πολλού σβήσει) τραγούδια του κολλάνε στο μυαλό και, φυσικά παραμένουν πασίγνωστα και τραγουδιούνται μέχρι τις μέρες μας. Σπάνια η μουσική που γράφτηκε ειδικά για μια ταινία υπήρξε τοσο ταιριαστή με το περιεχόμενό της. Τελικά δεν ξέρω αν θα ήταν τόσο διάσημο το φιλμ αυτό αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη μουσική.
 Πέραν αυτών όμως - και των προβλημάτων που προσωπικά τουλάχιστον εντοπίζω - πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα σημαντικό εγχείρημα, που δίκαια κατέχει τη θέση που κατέχει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.

Ετικέτες ,

2 Comments:

Blogger Αστροκράτειρα said...

Περιεκτική ταινία. Στο τέλος νομίζω οτι -ναι- αυτό που μένει είναι η μουσική της, παρά η ίδια η ιστορία της Μαρίκας. Κατα τ'άλλα είναι θαυμάσιο που η ταινία εστιάζει τόσο ρεαλιστικά στην ιδιοσυγκρασία της εκκολαπτόμενης αστικής τάξης. Έχει ιδιαίτερη γοητεία ο κόσμος και η δράση των λούμπεν του μεσοπολέμου. Κινηματογραφικά, λογοτεχνικά.....

Απριλίου 14, 2013 2:00 μ.μ.  
Blogger vandimir said...

Ναι, συμφωνώ σ' αυτό.

Απριλίου 15, 2013 6:10 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

eXTReMe Tracker