Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

ΣΚΟΤΩΝΟΒΤΑΣ ΓΛΥΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΣΤΙΛ

Η τρίτη ταινία που παίχτηκε σχεδόν ταυτόχρονα στις ελληνικές οθόνες και διαθέτει και αυτή την επιροή του Ταραντίνο είναι το "Σκότωσέ τους Γλυκά" (Killing them Softly) του αξιόλογου νεοζηλανδού Andrew Dominik (2012). Και είναι αυτή που μου άρεσε περισσότερο από τις τρεις (υπενθυμίζω ότι οι άλλες δύο ήταν οι "Αγριότητα" του Στόουν και το "Killer Joe" του Φρίντκιν).
 Πρόκειται για ένα σκοτεινό σύγχρονο νουάρ, που κυρίως ασχολείται με τις επιπτώσεις μιας ληστείας σε παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη. Η ληστεία γίνεται από δύο πραγματικά κακόμοιρους μικροαπατεώνες, αλλά η μαφία δεν συγχωρεί. Διαδραματίζεται το 2008, την εποχή της προεκλογικής εκστρατείας Ομπάμα και ΜακΚέιν.
Η σάτιρα της αμερικάνικης κοινωνίας είναι και εδώ παρούσα. Μόνο που είναι πραγματικά δυσδιάκριτη κάτω από το σοβαρό περιεχόμενο και τη σκοτεινή κινηματογράφηση. Το φιλμ καταγράφει την κοινωνική μιζέρια και δυστοπία με πολλούς τρόπους: Αρχικά τα τοπία. Αστικά τοπία διαλυμένα, εγκαταλειμένα, παρηκμασμένα, άσχημα. Η πόλη δείχνεται βρώμικη, στα όρια σχεδόν της εγκατάλειψης. Ένας αληθινά άσχημος τόπος, που είναι λογικό να εκτρέφει τόση βία και τόσα "χαμένα κορμιά". Έπειτα είναι οι χαρακτήρες: Όσον αφορά τον έναν από τους μικροαπατεώνες, σπάνια έχουμε δει στο σινεμά τόσο "τελειωμένο" άτομο: Βρωμερός, μόνιμα μαστουρωμένος με ό,τι βρεθει μπροστά του, απόλυτα ζαμανφουτίστας, εξαθλιωμένος, στα όρια σχεδόν του κλοσάρ. Αλλά και οι χαρακτήρες που τον περιβάλλουν είναι όλοι αρνητικοί: Ο στιλάτος, cool επαγγελματίας εκτελεστής που κάνει τα πάντα σα να εργάζεται στην πιο φυσιολογική δουλειά του κόσμου (πολύ καλός και ταιριαστός ο Μπραντ Πιτ), ο μαφιόζος που μοιάζει με απόλυτα κυριλέ δημόσιο υπάλληλο, ο ιδιοκτήτης του παράνομου τζόγου... όλοι είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βουτηγμένοι στη βρωμιά. Για μια ακόμα φορά καλοί δεν υπάρχουν.
Η κριτική στο αμερικάνικο σύστημα είναι σαφής: Η κάθε άλλο παρά "γλυκειά" δράση γίνεται διαρκώς κάτω από αποσπάσματα από τις προεκλογικές ομιλίες των δύο υποψήφιων, που ακούγονται από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, και επαναλαμβάνουν τις μεγαλόστομες, ωραιοποιημένες πολιτικές παπαριές, που, καθώς αντιπαρατίθενται με όσο βλέπουμε, αναδεικννύεται ξεκάθαρα η κενότητα και το ψέμμα τους. Από την άλλη οι πάντες μιλούν απόλυτα φυσιολογικά για κάθε λογής παράνομα πράγματα (φόνους, παράνομο τζόγο, πληρωμένους δολοφόνους κλπ.), σα να μιλούν για κοινότατες, νόμιμες (;) μπίζνες και χρησιμοποιώντας όρους των μπίζνες.
Το ταραντινικό στιλ εντοπίζεται στις μακρές κουβέντες επί παντός επιστητού, που διακόπτονται ξαφνικά από κρεσέντα βίας, για να επανέλθουν στις cool συζητήσεις. Η αφήγηση είναι στιβαρή, το σκηνοθετικό στιλ συχνά εντυπωσιακό, ενώ οι χαρακτήρες ο ένας καλύτερος από τον άλλον (οι δύο μικροαπατεώνες, ο ιδιοκτήτης του τζόγου, ο Μπραντ Πιτ, ο δεύτερος παρακμιακός πληρωμένος δολοφόνος κλπ.)
Τη βρήκα αρκετά καλή ταινία και θα παρακολουθήσω με ενδιαφέρον τη συνέχεια του Dominik. Ο οποίος διαθέτει, εκτός της κινηματογραφικής απόλαυσης του νεο-νουάρ, και μια ιδιαίτερη ματιά στην αμερικάνικη κοινωνία, η οποία δεν ανακαλύπτει τίποτα θετικό σ' αυτήν. Το είπαμε πάντως και στην αρχή: Ο Ταραντίνο είναι και εδώ παρών, αν και στο παράδειγμα αυτό κάπως πιο πολιτικο / κοινωνικοποιημένος.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker