Τρίτη, Ιουνίου 22, 2010

ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΦΩΝΕΣ, ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΕΣ ΖΩΕΣ


Μπορεί μια μάλλον αργή ταινία, της οποίας η πλοκή είναι σχεδόν υποτυπώδης, περιγράφει δηλαδή απλώς τη ζωή μιας εργατικής, απόλυτα κοινής αγγλικής οικογένειας, να σε συγκινήσει τοσο; Ναι, αν αυτό που προέχει δεν είναι η ιστορία, αλλά η κινηματογραφική της γραφή.
Είχα διαβάσει για τον βρετανό Terence Davis, δεν είχα δει όμως καμιά ταινία του. Αν και γεννημένος το 1945, έχει κάνει μόλις 5 μεγάλου μήκους ταινίες και μερικές μικρές, που θεωρούνται κι αυτές εξαιρετικές. Η πρώτη από τις μεγάλες του - και η καλύτερή του, όπως έχω διαβάσει πάντα - είναι το "Distant Voices, Still Lives" του 1988. Σας είπα περί τίνος πρόκειται. Μια φτωχή οικογένεια, τυπικά βρετανική, το ζεύγος και τρία παιδιά, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι, στις δεκαετίες 40 και 50. Ένας εξαιρετικά βίαιος και καταπιεστικός πατέρας, μια καλή, υπομονετική μητέρα και τα παιδιά που μεγαλώνουν, γίνονται γυναίκες και άντρες αντίστοιχα και παντρεύονται με τη σειρά τους. έχουν μεσολαβήσει βέβαια και κάποιοι θάνατοι. Αυτά. Και λοιπόν;
Κατ' αρχήν όλο αυτό είναι απόλυτα βιωμένο από τον σκηνοθέτη. Προφανώς υπάρχουν και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η φωτογραφία είναι πολύ καλή, δημιουργώντας συχνά πανέμορφες εικόνες. ΟΚ. Κυρίως όμως είναι η γραφή. Ο Davis δεν υιοθετεί γραμμική αφήγηση. Αντίθετα, λειτουργεί με τον τρόπο ακριβώς που λειτουργούν οι αναμνήσεις. Συνειρμικά, σκόρπια. Οι αναμνήσεις, όπως συχνά συμβαίνει, επικεντρώνονται σε σημαντικές στιγμές της οικογένειας, κυρίως σε τελετές και γιορτές: Γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, γλέντια. Όλα αυτά έρχονται ανακατωμένα, σαν φωτογραφίες που βρίσκονται εντελώς τυχαία πεταμένες σ' ένα κουτί και ανασύρονται με τυχαία σειρά, θυμίζοντάς μας εποχές και καταστάσεις που πέρασαν. Οι χαρές και οι λύπες, τα αστεία και τα τραγικά της ζωής, είναι όλα παρόντα.
Η ιδιαιτερότητα όμως του φιλμ στηρίζεται κυρίως σε ένα άλλο στοιχείο: Στην πρωτότυπη χρήση των τραγουδιών και της μουσικής. Σχεδόν όλη η αφήγηση στηρίζεται σε τραγούδια. Συνήθως μάλιστα όχι στις πρωτότυπες εκτελέσεις, αλλά όπως αυτά τραγουδιούνται από τους ήρωες σε ποικίλες καθημερινές περιστάσεις. Όχι, δεν είναι μιούζικαλ, με τους ηθοποιούς να τραγουδάν αντί να μιλάνε. Απλώς, τα χρόνια αυτά, τα χρόνια του ραδιοφώνου, οι άνθρωποι τραγουδούσαν πολύ περισσότερο σε πολλές περιπτώσεις. Σε κάθε λοιπόν τελετή ή γιορτή, άντρες και γυναίκες, σόλο ή όλοι μαζί, τραγουδούν με την πρώτη ευκαιρία. Ένας απίστευτος αριθμός, δεκάδες ίσως, τραγουδιών, γνωστών και άγνωστων, περνάνε από το φιλμ. Τραγούδια και μουσικές κάθε είδους. Παιδικά, σουξέ της εποχής, κομάτια κλασικού τραγουδιού, μοιρολόγια, νανουρίσματα, μπλουζ, φολκ, χορευτικά, σκωπτικά, ποδοσφαιρικά κι ό,τι... ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Άλλοτε α καπέλα, άλλοτε με συνοδεία μουσικής, άλλοτε με καλές φωνές, άλλοτε όχι, άλλοτε πάλι σε κανονικές εκτελέσεις που τυχαίνει να ακούγονται από ραδιόφωνο ή δίσκους... Δεν νομίζω ότι ποτέ άλλοτε στο σινεμά η αφήγηση βασίζεται τόσο πολύ στο τραγούδι (δίχως να πρόκειται για μιούζικαλ) όσο εδώ.
Κι όλα αυτά βουτηγμένα σε μια απίστευτα νοσταλγική διάθεση, με εξαιρετικές ηθοποιίες, με άψογη ατμόσφαιρα των εποχών που περιγράφονται και ιδιαίτερη ευαισθησία. Ίσως, επίσης, να είναι μια από τις ελάχιστες ταινίες που μπορούν να σε κάνουν να βουρκώσεις δίχως κάποια ακραία φορτισμένη συγκινησιακά κατάσταση. Απλώς και μόνο από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί, από τη θλίψη που δημιουργεί ο χρόνος που περνά ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω του μόνο αναμνήσεις.
Φυσικά υπάρχουν και στοιχεία κοινωνικής κριτικής, όπως η καταπίεση των γυναικών της εποχής από πατέρες και συζύγους, που δείχνεται ανάγλυφα. Δεν νομίζω όμως ότι ο βασικός στόχος είναι αυτός.
Δεν είναι μια ταινία που θα σύστηνα σε όλους. Ίσως κάποιοι να πλήξουν λόγω της έλλειψης εντυπωσιακής πλοκής που προαναφέραμε. Ίσως να είναι ένα φιλμ που θα εκτιμήσουν μόνο σινεφίλ. Δεν ξέρω. Προσωπικά πάντως το βρήκα από τα πιο ιδιαίτερα πράγματα που έχω δει. Ή, αν θέλετε, έναν απόλυτο θρίαμβο του τρόπου κινηματογραφικής γραφής πάνω στην πλοκή.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker