ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ "L"
Να λοιπόν που ο Λάνθιμος δημιουργεί ένα είδος σχολής στο ελληνικό σινεμά. Ο πρωτοεμφανιζόμενος στο μεγάλο μήκος Μπάμπης Μακρίδης με το "L" του 2012 δεν μοιάζει μεν νοηματικά ή σεναριακά με τις άλλες ταινίες της παρέας, αλλά σίγουρα κινείται στο ίδιο γενικό κλίμα μ' αυτές. Μόνο που εδώ τα πράγματα είναι πιο (ή ακόμα πιο) σουρεαλιστικά, αφού ο σουρεαλισμός ενυπάρχει στο ίδιο το στόρι της ταινίας.
Ένας μεσήλικας άντρας ζει αποκλειστικά μέσα στο αυτοκίνητό του. Μέσα σ' αυτό συναντά τη γυναίκα και τα παιδιά του, ενώ ο ίδιος βγαίνει έξω μόνο όταν είναι απόλυτα απαραίτητο. Το επάγγελμά του (εξ ίσου σουρεαλιστικό κι αυτό) είναι... να μεταφέρει το καλύτερης δυνατής ποιότητας μέλι στο αφεντικό του, που έχει έμμονη ιδέα με την ακρίβεια στο χρόνο. Όταν ο ήρωας χάνει τη δουλειά του από κάποιον ακόμα ακριβέστερο και καλύτερο προμηθευτή μελιού, προσχωρεί στην ομάδα των εχθρών του αυτοκινήτου: Των ανθρώπων που ζουν αποκλειστικά σε μηχανές!
Όλα αυτά (και άλλα ακόμα) συμβαίνουν σε ένα κλίμα απόλυτης αποστασιοποίησης: Η εκφορά του λόγου και οι κινήσεις των ηθοποιών είναι άκαμπτες και ψυχρές, συχνά τραγουδιούνται α καπέλα τραγούδια με εντελώς παλαβό περιεχόμενο, που μοιάζουν με αυτοσχέδια παιδικά, οι πάντες συμπεριφέρονται παράξενα, ενώ ο ήρωας μιλά σχεδόν αποκλειστικά με στερεότυπες φράσεις, σα να ακούει κανείς να απαγγέλουν εγχειρίδια οδηγιών χρήσης... Τελικά, νομίζω, μάλλον περί παράδοξης, sui generis κωμωδίας πρόκειται.
Ίσως να μπορώ να διακρίνω μια σειρά από αλληγορίες στο όλο πράγμα: Ο άνθρωπος αρνείται, αδυνατεί να ζήσει πραγματικά ανεξάρτητος, να πατήσει στα δικά του πόδια. Θέλει πάντοτε να ανήκει σε ομάδες, να υποστηρίζει κάτι με πάθος. Γι' αυτό και ο ήρωάς μας "μυείται" με σχεδόν τελετουργικό τρόπο σε κάθε νέα κοινότητα στην οποία προσχωρεί, κι από εκεί και πέρα "ανήκει" με ένα είδος φανατισμού σ' αυτή. Ίσως να υποβόσκει και ένα σχόλιο για την ψυχρότητα των ανθρώπινων σχέσεων στην εποχή μας ή για τη σχέση ανθρώπου - μηχανής, την εξάρτηση του πρώτου από τη δεύτερη. Ίσως να υπάρχουν και άλλα νοήματα που θα ανακαλύψει (ή θα επινοήσει) ο θεατής. Σίγουρα πάντως το φιλμ είναι ερμητικό στις προθέσεις και τους όποιους στόχους του. Γι' αυτό και χρησιμοποιώ τόσο συχνά τη λέξη ίσως σε όσα περί νοημάτων γράφω.
Πολύ εύκολα πάντως μπορεί ο καθένας να εκλάβει την ταινία σαν ένα απόλυτα αυθαίρετο, παλαβό και άνευ λόγου παιχνίδι. Σίγουρα πρόκειται για ταινία για λίγους. Νομίζω ότι η πλειοψηφία των θεατών (η μεγάλη πλειοψηφία για να είμαι ακριβής) ακόμα και θα εκνευριστεί με τη συσσωρευμένη παραδοξότητα, τη μουντή, καθημερινή εικόνα - παρά τον σουρεαλισμό - και την τόση ηθελημένη ψυχρότητα. Σε μένα πρέπει να πώ ότι άσκησε κάποια γοητεία, δίχως όμως και να ενθουσιαστώ. Σε καμία περίπτωση. Πάντως περιμένω με ενδιαφέρον όχι μόνο την επόμενη κίνηση του Μακρίδη, αλλά και άλλων μελών της άτυπης αυτής ομάδας, που έφερε κάτι νέο στο ελληνικό σινεμά - και ταυτόχρονα δημιούργησε, όπως ήταν αναμενόμενο με την παραδοξότητα και την αποστασιοποίησή της, πλήθος ορκισμένων εχθρών (δεν συγκαταλέγομαι σ' αυτούς). Εξ άλλου είναι από την αρχή ξεκάθαρο, όπως είπαμε, ότι δεν απευθύνεται στο πλατύ κοινό.
Ετικέτες "L" (2012), Makridis Babis
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home