Το 1972 στην Ελλάδα υπήρχε χούντα. Ως αντίδραση (κατά ένα μέρος τουλάχιστον) στην πνιγηρή αυτή κατάσταση είχε ξεκινούσε εκεί γύρω ο λεγόμενος "Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος" (Αγγελόπουλος, Βούλγαρης κλπ.), που πρότεινε κάτι εντελώς διαφορετικό από το εμπορικό σινεμά των κωμωδιών και των δακρύβρεκτων δραμάτων που κατέκλυζαν τις οθόνες. Ταινίες κοινωνικές, έντονα πολιτικοποιημένες, ρεαλιστικές, συχνά ωμές και "ακατέργαστες". Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το "Ναι μεν, Αλλά..." του Παύλου Τάσιου (1942-1011), ο οποίος δεν ήταν πρωτοεμφανιζόμενος. Είχε γυρίσει εμπορικές ταινίες στη δεκαετία του 60, με το φιλμ αυτό όμως έκανε στροφή 180 μοιρών μπαίνοντας στην (τότε) πρωτοπορία του ελληνικού σινεμά (το ίδιο έκανε λίγο αργότερα ο Τσιώλης).
Το φιλμ είναι το πορτρέτο ενός ανθρώπου που "δεν τον χωρά ο τόπος". Παντρεύεται μετά από πίεση των γύρω του μια κοπέλα που "εξέθεσε" και την οποία δεν θέλει και έρχονται στην πρωτεύουσα από την επαρχία, όπου κάνει μια δουλειά (δουλεύει σε γραφείο τελετών) που επίσης δεν θέλει. Σιγά - σιγά θα αρχίσουν να του φταίνε όλα, ενώ θα ερωτευτεί παράφορα και απόλυτα "άγαρμπα" μια νεαρή "μοντέρνα" φοιτήτρια, η οποία, στον αντίποδα της συζύγου του, είναι το είδος κοπέλας που φαντασιώνεται. Τα πράγματα θα πάρουν βαθμιαία δυσβάστακτη τροπή.
Το φιλμ λειτουργεί σήμερα και ως καταγραφή μιας απόλυτα πνιγηρής, συντηρητικής κοινωνίας. Η Αθήνα που βλέπουμε είναι πραγματικά άσχημη και γκρίζα (ναι, είναι χειρότερη ως εικόνα από τη σύγχρονη χαώδη πρωτεύουσα), οι άνθρωποι είναι κι αυτοί γκρίζοι, με περιορισμένους πνευματικούς ορίζοντες και τυποποιημένες απόψεις, το οικογενειακό περιβάλλον αγγίζει τα όρια του κλειστοφοβικού... Τα πάντα είναι μίζερα. Η σχεδόν τρέλα του ήρωα και οι πράξεις του μοιάζουν σχεδόν αναπόφευκτες. Οι καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες και η διαρκής αίσθηση που βιώνει (και ο θεατής μαζί του) ότι "η ζωή είναι αλλού" είναι πανταχού παρούσες. Το φιλμ δεν μπορεί (λογοκρισία γαρ) να μιλήσει ανοιχτά και για πολιτική καταπίεση. Ωστόσο η όλη ατμόσφαιρα είναι τόσο μίζερη ώστε το κοινωνικό σχόλιο είναι απόλυτα εύγλωττο. Όσο για την αφήγηση, δεν είναι γραμμική, αλλά παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας με διαρκή φλας μπακ.
Ίσως σήμερα να βλέπεται δύσκολα. Ωστόσο, με την μουντή φωτογραφία, με την "ακατέργαστη" σκηνοθεσία, με τη συνειδητά άσχημη εικόνα, αποτελεί ντοκουμέντο μιας δύσκολης εποχής και μια καθόλου κολακευτική εικόνα της τότε Ελλάδας. Και μια σημαντική ταινία του τότε "Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου